ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Τα αεροπορικά ταξίδια στην δεκαετία του '50

Ένα αεροπορικό ταξίδι δεν εντυπωσιάζει και πολλούς πια, με εξαίρεση ίσως τα δεκάχρονα παιδιά που ζουν την εμπειρία για πρώτη φορά. Οι πτήσεις αποτελούν καθημερινότητα, αν και η τεχνολογία- όπως για παράδειγμα το WiFi πλέον- αλλάζουν λίγο το καθιερωμένο σκηνικό. Κάποτε όμως τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά.
Στη δεκαετία του '50 το να πετάξει κανείς ήταν σχεδόν... μαγικό.
Τα αεροπορικά ταξίδια δεν ήταν εύκολα για τον καθένα. Οι επιβάτες φορούσαν τα καλά τους για να ταξιδέψουν, πόζαραν για μία φωτογραφία πριν από την επιβίβαση και ένιωθαν σαν σταρ του κινηματογράφου.
Κάτι απόλυτα λογικό, αν αναλογιστεί κανείς ότι χρειάζονταν το μισθό ενός ηθοποιού για να εξασφαλίσουν ένα εισιτήριο. Η Huffington Post έκανε ένα ταξίδι στο χρόνο και θυμίζει πώς ήταν τα αεροπορικά ταξίδια εκείνη την εποχή.
Κανείς δεν ένιωθε στριμωγμένος
Οι θέσεις είχαν πολύ μεγαλύτερο χώρο για να... απλώσει κανείς τα πόδια του σε σύγκριση με τη σημερινή εποχή. Τότε, η οικονομική θέση έμοιαζε περισσότερο με business class, ενώ η πρώτη θέση θύμιζε... ξενοδοχείο.
Οι αεροσυνοδοί ήταν καλλονές
Το αεροπορικό ταξίδι ήταν μία πολυτελής εμπειρία και οι πρόσχαρες αεροσυνοδοί με τα μακριά πόδια ήταν μέρος του σόου. Εκείνη την εποχή οι εταιρείες επέβαλλαν στις υπαλλήλους τους να φορούν τακούνια διαρκώς, είχαν όριο βάρους, τα μαλλιά τους έπρεπε να μην φτάνουν στο ύψος του γιακά τους, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις έπρεπε να είναι ανύπαντρες και να είναι «ηθικές» εν ώρα εργασίας.
Το εισιτήριο ήταν πανάκριβο
Μία πτήση από τις ΗΠΑ προς τη Ρώμη, χωρίς επιστροφή, κόστιζε περίπου 3.000 δολάρια με τα σημερινά δεδομένα.
Το μενού είχε και αστακό
Οι εταιρείες προσπαθούσαν να συναγωνιστούν η μία την άλλη σε κάθε επίπεδο. Οπως για παράδειγμα στο γεύμα που σέρβιραν. Για παράδειγμα, η TWA πρόσφερε στους επιβάτες κατά τη διάρκεια του ταξιδιού σούπα, κρέας, σαλάτα, λαχανικά και επιδόρπιο, ενώ χρησιμοποιούνταν κρυστάλλινα σερβίτσια.
Το κάπνισμα ήταν απόλυτα επιτρεπτό
Εκείνη την εποχή οι επιβάτες μπορούσαν να καπνίσουν όσο ήθελαν κατά τη διάρκεια της πτήσης.
Οι επιβάτες έπαιρναν καρτ ποστάλ
Ένα αεροπορικό ταξίδι ήταν κάτι τόσο σπάνιο, που οι επιβάτες ήθελαν να καταγράψουν κάθε στιγμή του, με καρτ ποστάλ που απεικόνιζαν το αεροσκάφος ή το γεύμα, ώστε να δείξουν στους λιγότερο τυχερούς φίλους τους πώς ήταν η εμπειρία. Έτσι, αρκετές εταιρείες μοίραζαν στους επιβάτες καρτ ποστάλ κατά την επιβίβαση.
Το αλκοόλ έρεε άφθονο και ήταν δωρεάν
Συχνά οι επιβάτες έφταναν μεθυσμένοι στον προορισμό τους, καθώς κατά την πτήση τους σέρβιραν όσο αλκοόλ μπορούσαν να πιουν και μάλιστα δωρεάν.
Δεν χρειαζόταν ταυτότητα
Έως περίπου τη δεκαετία του '70, οι επιβάτες έμπαιναν στο αεροπλάνο χωρίς να χρειαστεί να πιστοποιήσουν την ταυτότητά τους, ενώ εμφανίζονταν στο αεροδρόμιο 30' πριν από την απογείωση.
Οι βαλίτσες
Για να παραλάβουν τις αποσκευές τους οι επιβάτες, περίμεναν στη σειρά μπροστά από ένα γραφείο, έδειχναν τη βαλίτσα τους, έδιναν φιλοδώρημα και την παραλάμβαναν.

Εν Αθήναις....οι μεγαλοκοπέλες




Τώρα να ήταν πάνω από 30 μέχρι 35 η κοπέλα εκείνα τα χρόνια στην γειτονιά
και ανύπαντρη να μένει με τους γονείς δεν ήταν ότι το καλύτερο.
Για παραπάνω ηλικίες δεν το συζητάμε...απλά χαιρετούσαν θλιμμένοι τους
γονείς της όταν τους έβλεπαν.
Στην γειτονιά υπήρχαν και γεννημένοι στην Αθήνα και επαρχιώτες που είχαν έρθει
για ένα καλύτερο μέλλον.
Ερχόντουσαν για τα παιδιά τους όπως έλεγαν για να φύγουν από την λάσπη και τα χωράφια και να ζήσουν σαν άνθρωποι.
Οι πρώτες δουλειές που εύρισκαν ήταν στην οικοδομή κυρίως οι άντρες στην Αγορά
στην Αθηνάς...στο χοντρεμπόριο...στα μαγερειά...στους φούρνους.
Τα κορίτσια μόλις τέλειωναν το δημοτικό βοηθούσαν στο σπίτι τις μανάδες που και αυτές κάπου θα έτρεχαν για μεροκάματο.
Μεγαλώνοντας δεν τα άφηναν να ξεμυτίσουν και περίμεναν κανένα προξενειό
για τα παντρέψουν.
Γινόντουσαν πολλοί τέτοιοι γάμοι ανάγκης ....
Όλα αυτά μετά τον εμφύλιο....
Περνούσαν τα χρόνια μεγάλωνε η κοπέλα και συνέχιζε να παραμένει στα αζήτητα
με την υπόλοιπη οικογένεια να μαραζώνει και το χειρότερο να νοιώθει ντροπή.
Το όνειρο του πατέρα και της μάνας ήταν να βάλει στεφάνι η κόρη τους
να της αφήσουν την κάμαρα που μένουν και να γυρίσουν πίσω στο χωριό τους
και να ζήσουν ήσυχα όσα χρόνια τους απέμειναν.
Η μάνα είχε μαζέψει στο μπαούλο όσα προικιά μπορούσε και που είχε
αγοράσει από τον δοσά που περνούσε κάθε εβδομάδα.
Οι αρμόδιες των συνοικεσίων της γειτονιάς είχαν πρώτες στο τεφτέρι τους τις
μεγαλύτερες σε ηλικία κοπέλες.
Έτσι και βρισκότανε υποψήφιος το μάθαιναν όλοι....
"...χοντρέμπορος...έχει τον τρόπο του...μεσόκοπος...τι περιμένει και αυτή τώρα
να πάρει κανένα παιδόπουλο..."
Το μεσόκοπος ήταν πάνω από τα πρώτα ...ήντα...
Δεν την ρωτούσαν την υποψήφια...απλά έκλειναν το ραντεβού και έφερναν
τον μέλλοντα γαμπρό.
Έδιναν τα χέρια και στη συνέχεια στην εκκλησία άρον άρον.
Θα έβαζαν οι γονείς τα στέφανα του γάμου δίπλα στο ειονοστάσι της κάμαρας
και θα γύριζαν πίσω στο χωριό τους με το πρώτο λεωφορείο έχοντας κάνει το χρέος τους.

πίσω στα παλιά

Ζέστες…1929




«Ενώ σ’  άλλα μέρη ο κόσμος κρυώνει ακόμη, κι’ ίσως μάλιστα και ξεπαγιάζει, εδώ έχουμε ζέστες αφόρητες. Η Αθήνα μας κυριολεκτικά πυρπολείται και το μεσημέρι αν αποφασίση κανείς να κάνη καμμιά πεντακοσαριά βήματα πάνω στην φλεγόμενη άσφαλτο, θα αναγκασθή να χοροπηδά σαν την Ζοζεφίνα Μπαϊκερ. Πιστέψτε με πως τη στιγμή αυτή, ενώ απέχουμε πολύ από του να σημάνη το προ πολλού σταματημένο ρολόϊ της Μητροπόλεως την μεσημβρίαν και παρ’ όλο το τεχνικό δρόσισμα που μου προσφέρει το βαντιλατέρ του γραφείου μου, έχουν θολώσει τα μάτια μου από την ζέστη.

Μα αν η Αθήνα μας με τα περίσσεια κάλη είναι σωστό κοχλιασμένο καζάνι όλη την ημέρα, το βραδάκι, μόλις σουρουπώση, βιάζεται να μας προσφέρη λίγη ανακούφιση, λίγη δροσιά, διατάζοντας για τον σκοπό αυτό τον Αίολο να αμολήση τη θαλασσινή του αύρα.

Ας ψάξουμε όμως να βρούμε πως οι διάφοροι Αθηναίοι απολαμβάνουν την δροσιά της.

Κηφισσιά, Φάληρο, Γλυφάδα: τα τρία μέρη που μέσα σ’ αυτά έχει να εκλέξη ο κοσμικός τύπος της αριστοκρατίας κι’ η πεταχτή κ’ εύθραυστη –σαν Σαξωνική πορσελάνα- Αθηναία.

Όλο το πρωί και τ’ απόγευμα οι Αθηναίοι λούζονται και κυλιούνται στην αμμουδιά, αφήνοντας το κορμί τους να το ξεροψήση ο ήλιος και τ’ αλάτι της θάλασσας, αφήνοντας το λαρύγκι τους να βραχνιάση απ’ τις καντάδες.

Το βράδυ πάλι αρχίζει άλλο πανηγύρι. Φώτα ποικιλόχρωμα, περίπτερα και περιπτεράκια στολισμένα και φωτισμένα το καθένα ξέχωρα κ’ ιδιότροπα, ένα τερραίν για χορό με γιρλάντες από πρασινάδες και κόκκινα άλικα γλομπάκια ηλεκτρικών, μια νέγρικη μουσική, σαμπάνια καλά φραπαρισμένη, μπανάνες στον πάγο, φράουλες βουτηγμένες σε ροδοζάχαρι και γλυκό κρασί.

Κάτω εκεί βαθειά στο φόντο ανεμίζει το πανάκι μιάς ψαροπούλας, το πρωτόβγαλτο κορίτσι ακούει σαν σ’ όνειρο τα ερωτικά λόγια του δανδή που την φλερτάρει, η ήρεμη δεσποινίδα που βαρέθηκε πιά να τ’ ακούη έχει παραδοθή στο τσάρλεστον, η παντρεμμένη κρυφοκλέβει καμμιά στιγμή για να ρίξη καμμιά ματιά στον ωραίο κύριο που για πρώτη φορά ανταμώνει στο κέντρο και που της αρέσει, η μεστωμένη γυναίκα επιθεωρεί αδιάφορα το παν ανάμεσα από τα φασαμαίν της και μια γρηούλα γιαγιά που ήλθε κι’ αυτή με της εγγονές της, τον έχει λίγο πάρει τον ύπνο, ενώ ο μπάτης τρελλοπαίζει με μερικές άσπρες τρίχες των μαλλιών της που αντάρτεψαν απ’ το οντουλάρισμα του μεσημεριού.

Οι κύριοι. Α! αυτοί είναι αξιολύπητοι. Εκτός από τους νεαρούς-νεαρούς που συναγωνίζονται στο να μην αφήσουν να περάσουν ούτε πέντε λεπτά χωρίς να τσαρλεστονίσουν, οι άλλοι φαίνονται νυσταγμένοι, άκεφοι, μαραμένοι. Γιατί; Ποιος ξέρει; Τα πόδια με τα φαρδιά πανταλόνια πάνε κ’ έρχονται σαν βράκες χωριάτικες και τ’ αυτοκίνητα αναλαμβάνουν πάλι να ξαναφέρουν τους κυρίους των στο σπίτι.

Μα ας μη γυρίσουμε μείς. Παίρνουμε τον παραλιακό δρόμο σιγά-σιγά. Θέλω να δώ πως δροσίζονται οι άλλοι, οι πολλοί.

Λίγο παρά κεί από τα κέντρα της αριστοκρατίας έχουν στηθή –λέγω στηθή γιατί πρόκειται περί σανιδένιων παραγκών ως επί το πλείστον- ένα σωρό μαγαζιά. Εδώ ο κόσμος ήλθε με τα λεωφορεία και θα φύγη νωρίς πριν απ’ τα μεσάνυχτα για να μην πληρώση διπλή ταρίφα.

Πάνω στην άμμο ανάμεσα από τα βραχάκια έχουν τοποθετηθεί τραπεζάκια με σκούρα καρρώ τραπεζομάντηλα. Στα περισσότερα όλη η υπηρεσία γίνεται από τον ίδιο τον καταστηματάρχη.

Λεμονάδες, ρετσίνα, μεζεδάκια, τηγανιτά, καμμιά αγγουροντοματοσαλάτα. Να με τι δροσίζουν τα λαρύγγια τους.

Το σάντουϊτς με το χαβιάρι, έγινε εδώ ξυδάτος τσίρος και τα ηλεκτρικά γλομπάκια με το ρεμβώδες και νοσταλγικό φώς μια μεγάλη λάμπα που καίει με βενζίνη η ασετυλίνη. Την σερενάτα του αριστοκράτη την αντικατέστησε εδώ ο «Μποχώρης» η το «Μανάκι» και το τσάρλεστον ο καρσιλαμάς και ο ζεϊμπέκικος.

Δεν υπάρχουν Νέγροι, ούτε μπάντζο, σαξοφών, τζάζ. Μια ρομβία αναλαμβάνει αντί λίγων δραχμών να μεταδώση στις παρέες το κέφι, τη μεσολαβήσει ξεκούρδιστων και βραχνιασμένων τόνων που μοιάζουν σαν ξελαρυγγίσματα πριμαντόνας του ελληνικού μελοδράματος.

Αλλά ας αφήσουμε κι’ αυτούς να δροσίζωνται παρά θιν’ αλός και ας ανεβούμε στην Αθήνα.

Έχει και κεί μια άλλη τάξι ανθρώπων που δροσίζονται κατά ένα ολότελα δικό τους τρόπο.

Σταματάμε στην πολύφωτη και πολυσύχναστη πλατεία και παίρνουμε τα μικροσοκάκια της γειτονιάς.

Εδώ κάθε πόρτα σπιτιού έχει γίνει και ένα κέντρο. Γύρω από αυτήν και πάνω στα πεζοδρόμια έχουν βγάλει καρέκλες και παμπάλαιες κουνιστές πολυθρόνες. Εκεί έξω δροσίζονται η εργατικές οικογένειες. Η δουλειά και η ζέστη τους έχει τόσο κουράσει όλη την ημέρα που βγήκαν χωρίς μανίκια και απηλλαγμένοι από τους κολλάρους και τα σουρτούκα έξω στο δρόμο να πάρουν τον αέρα τους. Τα ψι-ψι, τα χάχανα και το κουτσομπολιό δίνουν και παίρνουν. Προσφέρονται κρύο νερό –νερό για την απόκτησι του οποίου γίνηκε το μεσημέρι σωστή γιγαντομαχία στην βρύσι της γειτονιάς, έκρουσαν στον αέρα άδειοι γκαζοτενεκέδες, τσόκαρα και παντούφλες και ακούστηκαν ορμαθοί ολόκληροι από φράσεις γεμάτες φιλοφρονήσεις και ευγένεια- και συχνότατα επίσης λεμονάδες με λεμόνι η βυσινάδες.

Κάπου-κάπου εμφανίζεται και εκεί η ρομβία, συχνότερα δε ο πλανόδιος λεμονατζής – Αρμένης ως επί το πλείστον- διαλαλώντας το μπούζι-μπούζι του κι’ ακόμα συχνότερα ο παγωτατζής με το γιάτσο του. Η εμφάνισίς του τελευταίου είναι και η πιο δαπανηρή. Τα χωνάκια –κόκκινα, άσπρα, κίτρινα, μαβιά- γεμίζουν από παγωτό κρέμα η φρούτο και προσφέρονται από τους δανδήδες και τους χουβαρντάδες της συνοικίας που στο τέλος θα πληρώσουν ολόκληρο το μεροδούλι τους στον έμπορο του γιάτσου.

Το γλέντι τελειώνει πιο νωρίς εδώ. Στις δέκα-ένδεκα η καρέκλες κι’ η κουνιστές πολυθρόνες ξαναμπαίνουν μέσα, τα πορτοπαράθυρα κλείνουν  και μια ησυχία απλώνεται στον απόκεντρο συνοικιακό δρομάκο.

Καμμιά φορά την ησυχία αυτή την διακόπτει το τραγούδι και το σιγανό ακομπανιάρισμα της κιθάρας κανενός τροβαδούρου. Ήλθε να τραγουδήση στην καλή του την αγάπη του, να της πή όσα δεν μπόρεσαν να της μεταβιβάσουν η φλογερές ματιές του. Τρίζει τότε κανένα παραθυρόφυλλο κι’ από την μικρή χαραμάδα του, δυό ανήσυχα μάτια που γυαλίζουν μέσα στο σκοτάδι, προσπαθούν να συναντηθούν με τα μάτια του αγαπημένου των. Ένα κάτασπρο χεράκι μισοβγαίνει απ’ το παραθύρι και το άλικο γαρύφαλο αναλαμβάνει να εκφράση τους κτύπους της καρδιάς του κοριτσιού.

Το παραθύρι κλείνει αφού άφησε να τρυπώσουν από την χαραμάδα του ένα σωρό ερωτικοί παλμοί, πόθοι και ελπίδες.

Τώρα, τίποτε πια δεν ζεί. Σε λίγο θ΄ακουστούν η βραχνές φωνές των εφημεριδοπωλών, η σφυρίκτρα του γαλατά, και ο συρικτικός θόρυβος των σιδερένιων καρουλιών των τραίνων.

Πίσω κεί απ’ τον μενεξεδένιο Υμηττό, είναι κρυμμένος ο Ήλιος, που σαν ζηλιάρης για τη λιγόωρη δροσιά που μας χάρισε η νύκτα, περιμένει να απολύση τις καυτερές αχτίδες του. Ας μας τυραννίση κι’ αυτός. Εμείς το βραδάκι πάλι θα βρούμε τον τρόπο να τον ξεχάσουμε.»

«Εβδομάς» 1929

Νόμος 4000/1958....εν...χρώ...σύρριζα-γουλί



 Γνωστοί και ως γιαουρτόμαγκες ....
Πείραζαν τις γυναίκες και τις γιαούρτωναν...
Φυσικά και όποιον είχαν βάλει στο μάτι....βλέπε καθηγητή που θα τους είχε αφήσει
στην ίδια τάξη.
Φυλάκιση και κούρεμα και δημόσια διαπόμπευση ...σουλάτσο στους δρόμους με πινακίδα στο λαιμό...
 "...είμεθα τέντυ μπόϋς..."

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

Απ το ημερολόγιο ενός 9χρονου



ΠΩΣ ΠΕΡΑΣΑ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ



Το Σάββατο ξύπνησα στις 9 η ώρα γιατί ήθελα να δώ ένα παιδικό στην τηλεόραση. Σηκώθηκα, πλύθηκα κι  έπλυνα και τα δόντια μου γιατί η μαμά μου μού είπε ότι αν δεν πλύνω τα δόντια μου θα μου πέσουνε και θα με λένε οι φίλοι μου τσιφούτη.
Έτσι πήγα στην κουζίνα πήρα το γάλα με τα κορν φλέικς αλλά  τα έφαγα κρύα, γιατί το φουρνάκι των μικροκυμάτων η μαμά μου λέει να μη το χρησιμοποιώ γιατί θα καώ ζωντανός.
Ύστερα πήγα να κάνω τσίσα μου  αλλά ήταν μέσα ο μπαμπάς μου και ξυριζότανε.
Το κατάλαβα  πως ξυριζότανε γιατί έβριζε και έλεγε «πόσες φορές σας έχω πεί να μη  ξυρίζετε τα πόδια σας με τη μηχανή μου, πετσοκόβομαι, το κέρατο μου.»
Έτσι βγήκα στο μπαλκόνι και έκανα τσίσα απ΄ το μπαλκόνι και σημάδευα την τριανταφυλλιά στον κήπο που είναι μαραμένη και φωνάζει ο διαχειριστής ότι κάποιος καίει την τριανταφυλλιά κι αμα τον πιάσει θα του κόψει τα πόδια.
Μετά ο μπαμπάς μου έφυγε και είπε ότι θα πάει στο συνεργείο γιατί έπρεπε να αλλάξει τα λάδια στο αυτοκίνητο κι η μαμά μου ξύπνησε καί ήταν χάλια γιατί φόραγε ένα κίτρινο νυχτικό τσαλακωμένο και τα μαλλιά της ήταν ανακατωμένα και είχε τσίμπλες.
Μετά ξύπνησε η αδελφή μου και με είπε αλήτη γιατί της είχα πεί το περασμένο βράδυ ότι ο φίλος της  της ο Παναγιώτης είναι ηλίθιος και την κοροϊδεύει, γιατί τον είχα δεί με τη Σία τη συμμαθήτρια της χέρι χέρι  στην πλατεία και το είπα στην αδελφή μου κι εκείνη δεν με πίστεψε και είπε ότι ζηλεύω και μού σκισε το τετράδιο της αντιγραφής.
Κι εγώ το βράδυ που κοιμότανε της πήρα το κινητό και το ρίξα στη γυάλα με το χρυσόψαρο για να μάθει να με βρίζει  και να μου σκίζει τα τετράδια.
            Αλλά δεν το είχε καταλάβει ακόμα γιατί  αμα  εβρισκε το κινητό  μέσα στη γυάλα θα γινότανε χαμός.
            Μετά η μαμά μου πήρε τηλέφωνο το μπαμπά στο κινητό για να του πεί να φέρει γάλα και ψωμί αλλά φαίνεται πως της το κλεισε γιατί άρχισε να λέει πως αυτή είναι το θύμα κι όλα τα κάνει για μας και εμείς την έχουμε γραμμένη κι ύστερα μούδωσε λεφτά και μούπε να πάω στο φούρνο να πάρω ψωμί και γάλα και χυμό.
Κι εγώ γκρίνιαζα γιατί όλα τα βαριά με στέλνουνε να κουβαλάω. Και μούπε να πάρω και τα σκουπίδια κατεβαίνοντας γιατί ο μπαμπάς κάθε φορά που του έλεγε να πάρει τα σκουπίδια  όλο φώναζε κι έλεγε  δεν είμαστε σπίτι, νοσοκομείο είμαστε με τόσα σκουπίδια
            Έτσι  πήγα στο φούρνο για να ψωνίσω αλλά  ήτανε εκεί η κυρία Βούλα η παλιά δασκάλα της αδελφής μου η γεροντοκόρη με το μουστάκι κι άρχισε να με παινεύει και πήγε να με φιλήσει αλλά δεν ήθελα γιατί τσίμπαγε το μουστάκι της  και μετα είπε χαιρετίσματα στο σπίτι.
Πήρα και γάλα και χυμό και ψωμί και πήρα και μια σοκολάτα αλλά ήξερα ότι  θα φώναζε η μαμά μου ότι όλο σοκολάτες τρώω και θα χοντρύνω.
Όταν έφτασα κάτω απ το σπίτι είχε βγεί η μαμά στο μπαλκόνι και μού πε να ξαναπάω να πάρω και παξιμάδια  που ξέχασε να μου πεί να πάρω κι εγώ πήγα αλλά κουβάλησα μαζί μου και τα άλλα πράγματα που είχα ψωνίσει
Όταν γύρισα είχε ξυπνήσει η αδερφή μου και είχε  πάθει υστερία γιατί βρήκε το κινητό στη γυάλα και με είπε ανώμαλο και βλαμμένο και ηλίθιο κι ύστερα η μαμά μου μούδωσε μια σφαλιάρα γιατί λέει  δεν είναι καιρός να αγοράζουμε κινητά καινούργια κι εγώ είπα να το στεγνώσουνε στο φούρνο και είπε η αδελφή μου ότι εμένα θα βάλει στο φούρνο.
Μετά η μαμά μου είπε ότι θα πήγαινε στο κομμωτήριο και η αδελφή μου είπε ότι θα πάει μαζί, γιατί είχε κλείσει ραντεβού αλλά η μαμά είπε ποιός θα κρατήσει το παιδί.
Εμένα δηλαδή.
Κι η αδελφή μου είπε σκασίλα μου να κάτσει μόνο το το κοπρόσκυλο». Για μένα τα είπε αυτά.
Κι εγώ της είπα πάλι για τον  Παναγιώτη και τη Σϊα κι έβαλε τα κλάμματα και μου πέταξε το μαξιλάρι και με είπε και αλήτη.
Μετά χτύπησε το κουδούνι κι ήρθε η γιαγιά μου η Ελένη, η μαμά της μαμάς μου γιατί η μαμά του μπαμπά μου μένει στο χωριό με τον παπού και λέει η μαμά μου καλύτερα και τσατίζεται ο μπαμπάς μου και λέει  για τη γιαγιά μου τη μαμά της μαμάς μου ότι είναι παλιόγρια και κουτσομπόλα και χαρτοπαίχτρα και λέει και κάτι άλλο ότι είναι ψώνιο και ντύνεται σα λατέρνα αλλά όταν ρωτάω τι είναι λατέρνα μου λεέι αει σιχτίρ. Ούτε αυτό ξέρω τι θα πεί.
Και η γιαγιά μου έφερε ντολμάδες αλλά δεν μου αρέσουνε γιατι είναι ξυνοί αλλά η γιαγιά μου λέει ότι είμαι κακομαθημένος και αγενής κι ότι έμοιασα του μπαμπά μου κι ύστερα λέει στη μαμά μου «στάλεγα εγώ με αυτούς που έμπλεξες» μάλλον τη γιαγιά και τον παπού μου στο χωριό εννοεί αλλά όταν έρχονται και φέρνουνε λάδι και κρέας τους λέει μητέρα και πατέρα  η μαμά μου. Κι η γιαγιά μου καλώς τους συμπέθερους.
            Και μετά είπε η μαμά ότι πάει κομμωτήριο και θάμενε μαζί μου η γιαγιά αλλά εγώ δεν ήθελα γιατί η γιαγιά μου βλέπει όλο αηδίες στην τηλεόραση και μένα θα μούλεγε να πάω να διαβάσω για να την αφήσω ήσυχη  και δεν ήθελα να διαβάσω.
Αλλά θα τόλεγε στη μαμά μου ότι δεν διάβασα και δεν θα μ’ άφηνε να βγώ να κάνω ποδήλατο στην πυλωτή.
Κι η μαμά μου με την αδελφή μου φύγανε για το κομμωτήριο και έμεινε η γιαγιά μου σπίτι αλλά εγώ πήρα τον μπαμπά μου στο κινητό και τούπα ότι ήρθε η γιαγιά και μούπε μπράβο παιδί μου που με ειδοποίησες για την γκιόσα, αλλά δεν κατάλαβα τι σημαίνει γκιόσα. Μόνο το μπράβο κατάλαβα.
Μετά άνοιξε απότομα η πόρτα κι ήταν η αδερφή μου που πήγε με τη μαμά στο κομμωτήριο αλλά είδε τον Παναγιώτη με τη Σϊα στην πλατεία και τσαντίστηκε  κι ήρθε πίσω κλαίγοντας και εγω της είπα είδες που στά λεγα και με είπε γρουσούζη.
Και μετά από λίγο ήρθε κι ο μπαμπάς κι είπε στη γιαγιά θα καθήσετε να φάμε μητέρα;
 Κι η γιαγιά είπε μπα έχω  βάλει πλυντήριο, αλλά έλεγε ψέμματα γιατί δεν ήθελε το μπαμπά μου κι ούτε ο μπαμπάς την ήθελε και μόλις έφυγε η γιαγιά ο μπαμπάς πάλι είπε αει σιχτίρ αλλά δεν ξέρω τι σημαίνει.
Και μετά που ήρθε η μαμά απ το κομμωτήριο ο μπαμπάς είπε τι κεφάλα είναι αυτή και την πληρώνεις 50 ευρώ την κομμώτρια κι η μαμά του είπε μια χαρά είναι φαρμακόγλωσσε κι ο μπαμπάς είπε αει κύττάξου στον καθρέφτη να δείς μια κολοκύθα κι εγώ έβαλα τα γέλια κι έφαγα σφαλιάρα.
 Ότι κι άν πω με βαράνε Δεν ξαναμιλάω.
Μετά έστρωσε η μαμά τραπέζι κι ο μπαμπάς είπε «πάλι τις ξυνίλες της μάνας σου θα φάμε» κι η μαμά είπε «έχω μαγειρέψει απο χτές κοτόπουλο»  κι ο μπαμπάς είπε «όλο χτεσινά τρώμε» κι η μαμά είπε «που να προλάβω δουλειά και σπίτι μαζί»  κι ο μπαμπάς είπε «όλα  τα προλαβαίνεις  αμα θέλεις»  και φάγαμε, αλλά η αδελφή μου δεν έφαγε γιατί έκλαιγε για τον Παναγιώτη που την κορόϊδευε και είχε και τη Σία  και τη λυπήθηκα. Δεν της πήγα .ομως φαί στο δωμάτιο της , γιατι την άλλη φορά που φάγαμε κοτόπουλο και της πήγα στο δωμάτιο της γιατί πάλι έκλαιγε, έβαλε το πιάτο μέσα στο συρτάρι κι η μαμά το βρήκε μετά ένα μήνα και ούρλιαζε πως θα μας φάνε τα σκουλήκια.
Κι εγώ είπα «τους πεθαμένους τρώνε τα σκουλήκια» κι έφαγα σφαλιάρα.
 Ότι κι άν πω με βαράνε Δεν ξαναμιλάω.

Μετά  ο μπαμπάς είπε ότι ήθελε να ξαπλώσει γιατί ήταν κουρασμένος και να μην ακούσει τσιμουδιά κι έκλεισε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, αλλά η μαμά έπλενε κάτι ταψιά στην κουζίνα και έκανε θόρυβο επίτηδες , κι ο μπαμπάς είπε τώρα το θυμήθηκες;   Κι η μαμά είπε «τώρα μπορώ»
 κι ο μπαμπάς κάτι έλεγε για κάποιο φελέκι αλλά δεν ξέρω τι είναι.
Κι η αδελφή  μου έκλαιγε συνέχεια αλλά σταμάτησε να κλαίει γιατί θυμήθηκε το κινητό που της είχα ρίξει στο χρυσόψαρο και με ξαναείπε βρωμιάρη και άχρηστο αλλά εγώ δεν είμαι βρωμιάρης, καθαρός είμαι γιατί κάνω μπάνιο κάθε μέρα.
Έτσι  έκατσα να διαβάσω αλλά βαριόμουνα κι έξυνα τα μολύβια μου αλλά ήρθε η μαμά μου μέσα και μου είπε «τάφαγες τα μολύβια»  αλλά εγώ δεν τάφαγα, τάξυσα.
Το απόγευμα ο μπαμπάς μου ξύπνησε και είπε ότι ήθελε να δεί το μάτς κι η μαμά ρώτησε πάλι μάτς κι ο μπαμπάς είπε «Γιατί; Τραβάς κάνα ζόρι;» Κι η μαμά είπε «όλο ποδόσφαιρο βλέπεις» κι ο μπαμπάς είπε «μπάσκετ θα δώ» κι η μαμά είπε «το ίδιο κάνει» κι ο μπαμπάς είπε «δεν κάνει το ίδιο άλλο  το ένα αλλο το άλλο. Άσχετη.»
Και έφτιαξε καφέ να πιεί και να δεί το μπάσκετ, κι έκατσα κι εγώ να το δώ μαζί του αλλά η μαμά είπε «μη καπνίζεις γιατί είναι μαζί το παιδί» κι εκείνος είπε «όλο και κάτι θαβρείς να πείς.»
Αλλά εγώ είπα δεν πειράζει γιατι άμα έλεγα ότι πειράζει θα μούλεγε να πάω στο άλλο δωμάτιο αλλά εκει δεν έχει supersport κι η μαμά είπε «πειράζει αλλά που να το καταλάβει ο χοντροκέφαλος που κάνει κακό και στον εαυτό του και σε σένα.»
            Κι ο μπαμπάς είπε «όποτε έχει ματς θυμάσαι να λές διάφορα.»
 Κι η μαμά έφυγε μουρμουρίζοντας αλλά σε λίγο φώναξε απ την κουζίνα να παει ο μπαμπάς να της κατεβάσει κάτι πιατέλες γιατί δεν τις έφτανε κι ο μπαμπάς είπε «ότι θυμάσαι χαίρεσαι.» Αλλά πήγε και κατέβασε τις πιατέλες και τούπε η μαμά να κατεβάσει και μια τσάντα απ το πατάρι και της είπε «δεν με παρατάς. Στο ημίχρονο.»
Και στο ημίχρονο κατέβασε την τσάντα απ το πατάρι αλλά η μαμά του είπε να μαζέψει και κάτι ρούχα απ το μπαλκόνι και τα μάζεψε μουρμουρίζοντας και ρώτησε «αλλό τίποτε θέλεις; Για να τελειώνουμε.» Κι η μαμά είπε «οι δουλειές ποτέ δεν τελειώνουν» και μετά κάτι πάλι είπε κάτι με τα δυο ξερά χέρια αλλά δεν κατάλαβα.
Μετά ξανάρθε η γιαγιά κι ο μπαμπάς μου ξύνισε τα μούτρα αλλά είπε «τουλάχιστον θα δώ το μάτς χωρίς να με ενοχλεί κανένας.»  κι ύστερα εγω πήγα στο δωμάτιο μου για να παίξω όχι να διαβάσω γιατί βαριόμουνα κι ο μπαμπάς έβλεπε τηλεόραση.
Η αδελφή μου μιλούσε στο σταθερό με την Εβελίνα και της έλεγε για τη Σία και τον Παναγιώτη ότι θα της βγάλει τα μάτια και θα τον σκοτώσει τον αλήτη και εγώ φοβήθηκα αλλά κατα βάθος δεν το πίστευα.
Κατά τις 9 το βράδυ η αδελφή μου ντύθηκε και είπε στη μαμά ότι θα πάει βόλτα στην πλατεία με την Εβελίνα, αλλά εγώ ήξερα ότι πήγαινε να βρεί τον Παναγιώτη και τη Σϊα για να τους βρίσει, αλλά σιγά που θα τους έβρισκε εκεί.
Η μαμά κάτι έλεγε πως πάλι μέσα θα μείνουμε σαββατιάτικα κι ο μπαμπάς κούνησε το κεφάλι του και της είπε «ότι θες λές, κάθε Σάββατο έξω είμαστε κι αν μείνουμε κι ένα Σαββατοκύριακο μέσα χέστηκε η φοράδα.» Αλλά δεν κατάλαβα τι δουλειά έχει η φοράδα.
Εγώ έπαιζα στο δωμάτιο μου αλλά ήρθε η μαμά μου και μόλις με είδε να παίζω είπε «Χριστούλη μου πότε θα ρημαδοδιαβάσεις που τάχεις φορτώσει στον κόκκορα.»  Κι εγώ κύταξα την εικόνα γιατί για το Χριστούλη έλεγε όχι για μένα.
Κατά τις 12 ήρθε σπίτι η αδερφή μου με κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα.
Και ρώτησε ο μπαμπάς τι μούτρα είνα αυτά και εκείνη είπε ασε με ρε μπαμπά κι έχω τα νεύρα μου.
Κι εγώ της είπα σιγά που θα τους έβρισκες στην πλατεία και μου πέταξε τη μπότα της αλλά δεν με πέτυχε και πέτυχε τη μαμά στο πόδι κι έβαλε τις φωνές «τώρα εμείς πληρώνουμε τους έρωτες σου αντί να παλουκωθείς να ανοίξεις και κανένα βιβλίο που τα φόρτωσες στον κόκκορα.»
Τελικά μανία με τους κόκκορες έχει η μαμά μου αλλά δεν ξέρω τι εννοεί γιατί εμείς δεν έχουμε κόκκορα, ούτε η γιαγιά στο χωριό.

Πάμε Διακοπές



Εφτασε το καλοκαιράκι, το αθάνατο ελληνικό καλοκαιράκι. Θα πάμε για μπάνια οικογενειακώς. Επιτέλους να ξεκουραστούμε, να φορτίσουμε τις μπαταρίες μας ! ! ! ! Φοβερή έκφραση. Νιώθω κάτι σαν αυτοκίνητο ή σαν κινητό, ή σαν φακός. Βεβαίως Αύγουστο, μαζί με άλλους συνέλληνες, συν γυναιξί και τέκνοις.
Ετσι λοιπόν ετοιμάζουμε την μετακόμιση. Κατεβαίνουν βαλίτσες και σακίδια απ το πατάρι κι αρχίζει η επιχείρηση Μεγάλη Φυγή.
Μπλούζες ,μπλουζάκια, τι σερτ, σορτς, σορτσάκια, βερμούδες, φορεματάκια, παντελόνια, κοντά, παντελόνια μακριά και ημίκοντα και καμμιά ζακετούλα μπάς και φυσήξει ή κάνει καμιά ψύχρα ξαφνική. Μην ξεχάσουμε και τις ζώνες για τα παντελόνια και τα εσώρουχα.
Κανένα ψιλομπουφάν μήπως και δροσίσει ξαφνικά, παπούτσια δερμάτινα και πάνινα σαγιονάρες, πέδιλα, σανδάλια σοσονάκια, κάλτσες και καλτσάκια και κανένα καλσόν για τα ψυχρά βραδάκια και τα λοιπά συμπαρομαρτούντα. Κάποια γυαλιά ηλίου αρμάνι και χαρμάνι και τζιαν μάρκο πανέρι και βογκ σε διάφορα σχέδια και χρώματα για να ταιριάζουν με τα ανάλογα ρούχα, μαντήλια, μπαντάνες, εσάρπες, πασμίνες.
Φυσικά δεν ξεχνάμε τα είδη ψαρικής,του μπαμπά που είναι και καλά ο μεγάλος ψαράς. Καλάμι, πετονιές, αγκίστρια, δολώματα, μάσκα, αναπνευστήρα, βατραχοπέδιλα,γυαλιά θαλάσσης.
Σκουφάκια, αρκετά μαγιώ ολόσωμα και μπικίνι, βερμούδες, πετσέτες προσώπου, μαλλιών, ποδιών, και σώματος
Ύστερα ετοιμάζουμε τρία ίσως και τέσσερα νεσεσέρ με καλλυντικά, κολώνιες, αφτερ σεϊβ, αρώματα, κρέμες ημέρας και νυχτός και μεσημεριού, ενυδατικές και αφυδατικές, αντηλιακές και αντιφεγγαρικές με δείκτη προστασίας 435 (καλύτερα να κάνεις ηλιοθεραπεία στο δωμάτιο), σπρέυ με νερό των Άλπεων,μάσκαρα, κραγιόν, πούδρες, μεικ απ, λιπ γκλός, υγρά μαντηλάκια, έλαια παντός είδους, λοσιόν μαλλιών και σώματος, σαμπουάν και μαλακτικά, σφουγγάρια, σφουγγαράκια, σύρμα, πένσες, τανάλιες, μανώ ασετόν και βάση νυχιών, χτένες βούρτσες, πιστολάκια, τοστιέρα μαλλιών, ρόλλευ νερού και ξηρά, είδη πρώτων βοηθειών, όπως οινόπνευμα οξυζενέ, μπεταντίν, βάμμα ιωδίου,βαμβάκι, τραυμαπλάστ σε όλες τις διαστάσεις και σχήματα, στικ για τα τσιμπήματα των εντόμων ,αλοιφές για τα εγκαύματα, αντιισταμινικά χάπια και αλοιφές, ασπιρίνες και άλλα αναλγητικά, αλοιφή για τα πιασίματα, ίσως κανένα μυοχαλαρωτικό, κάποιο σιρόπι για το βήχα των παιδιών, ηρεμηστικά ή αγχολυτικά δισκία ,χάπια για το στομάχι και βέβαια κάψουλες αντιβίωσης των 250, 500 και 1000
mg, γιατί δεν μπορεί όλο και καμμιά ωτίτιδα θα αρπάξουν τα παιδιά ή κανα κρυολόγημα. Ευτυχώς που κοντά έχει και κέντρο υγείας.
Οδοντόκρεμες, οδοντόβουρτσες, οδοντικό νήμα, υγρό για πλύσεις του στόματος, αφρό ξυρίσματος, ξυραφάκια. Φυσικά ένα άλλο νεσεσέρ περιέχει τα κοσμήματα, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, αλυσίδες, αυθεντικά και φο .
Τη βαλίτσα των παιδιών βέβαια, με φορμάκια, σορτσάκια, φουστανάκια, παντελονάκια και πολλά πολλά εσώρουχα και δύο κούτες με πάμπερς γιατί στην εξοχή τα έχουν πανάκριβα άρα πρέπει να τα πάρουμε μαζί μας.
Με τη φουσκωτή βάρκα των παιδιών μαζί με την τρόμπα , τα σωσίβια, τα μπρατσάκια, τα γυαλάκια, τα κουβαδάκια, τα φορτηγάκια τις τσουγκρανίτσες , τα φτυαράκια και τα άλλα παιχνίδια μέχρι στιγμής έχουμε συμπληρώσει 675 λίτρα. Το πόρτ μπαγκάζ έχει χωρητικότητα γύρω στα 400, άρα έχουμε πιάσει και μέρος του πίσω καθίσματος, συν το μέρος στο πίσω τζάμι.
Το ποδηλατάκι του Θανασάκη και τις κούκλες της Μαιρούλας τα βάζουμε στη σχάρα, μαζί με ένα κρεββατάκι με το στρωματάκι.
Φυσικά για τη διαδρομή έχουμε μεσα στο αυτοκίνητο μια βαλιτσούλα με τα απολύτως απαραίτητα όπως νερό εμφιαλωμένο, μπισκότα, φρυγανιές, ένα θερμός με καφέ, πετσέτες και σακούλες μήπως ξεράσουν τα παιδιά, συν δυο τρείς πάνες μήπως και χεστεί ο Θανασάκης, μαζί με μωρομάντηλα, το μπιμπερό και ένα κουτί με γάλα σε σκόνη.
Και σκεφτείτε πως δεν πήραμε μαζί τη γιαγιά φέτος γιατί πήγε στην Αιδηψό για τα αρθριτικά της. Μείον τρείς βαλίτσες.
Έχω μια μόνιμη απορία που στο διάολο χωράνε όλα αυτά.
Την κουκούλα του αυτοκινήτου την βάζουμε κάτω απ το δάπεδο του πορτ μπαγκάζ μαζί με τη ρεζέρβα, ευχόμενοι να μη μας πιάσει λάστιχο.
Έχουμε βέβαια μεριμνήσει να μην πάμε σε νησί αλλά σε μια παραλία όπου θά έχουμε θάλασσα αλλά χωρίς να ταλαιπωρηθούμε με το καράβι.
Και χαρούμενοι και ξεκούραστοι ξεκινάμε για το ταξίδι μας μην ξεχνώντας να βάλουμε οπωσδήποτε και δύο πετσέτες στα πίσω παράθυρα για να μη καίει ο ήλιος τα παιδιά και να μη βλέπει ο οδηγός τίποτε. Υπεράνω όλων η ασφάλεια. Μετά από πέντε ώρες ταξίδι και 12 στάσεις για κατούρημα γιατι ζαλίστηκαν τα παιδιά, γιατί βάλαμε βενζίνη, ή γιατί πιάστηκε ο σβέρκος μας φτάνουμε στον προορισμό μας Έχουμε ήδη κλείσει ενοικιαζόμενο διαμέρισμα δίπλα στη θάλασσα που συνήθως δεν είναι δίπλα αλλά παρα δίπλα και βέβαια δεν φαίνεται γιατί η αγγελία λέει δίπλα στη θάλασσα όχι θέα στη θάλασσα αλλά αυτό το διαπιστώνεις φτάνοντας.
Και αρχίζει η διαδικασία του ξεφορτώματος τρείς ώρες συν άλλες δύο τακτοποίηση στο διαμέρισμα συν να κυνηγάς τα παιδιά στα μπαλκόνια και οι διακοπές αρχίζουν. ΚΑΛΑ ΝΑ ΠΕΡΝΑΤΕ.