ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Η μαλλιαρή

Στη συζήτηση για το βιβλίο του Σπύρου Μελά (στο σχόλιο 53) αναφέρθηκε κι ένας στίχος του Σουρή, ειρωνικός για τους δημοτικιστές. Ο στίχος αυτός είναι παρμένος από ένα τεύχος του Ρωμηού που είναι όλο αφιερωμένο στον Ψυχάρη και που αξίζει να διαβαστεί, και νομίζω πως το Σαββατοκύριακο προσφέρεται για εκτενή αναγνώσματα. Τυχαίνει να έχω γράψει γι’ αυτή την σύγκρουση Σουρή-δημοτικιστών, οπότε παραθέτω το παλιό μου άρθρο με ελάχιστες αλλαγές. Τους στίχους του Σουρή τους αγάπησα από μικρός (ο παππούς μου απάγγελνε από στήθους όλο το κατεβατό), αλλά πιστεύω ότι στην ουσία του θέματος δίκιο είχε ο Ψυχάρης. Όχι μόνο επί γλωσσικού’ και στην αξιολόγηση του ποιητή Σουρή, έπεσε πιο κοντά παρά οι υμνητές του ποιητή.Προειδοποίηση, πάντως: ακολουθεί σεντόνι.
Η σύγκρουση του Γ. Σουρή με τον Ψυχάρη και τους «μαλλιαρούς» στις αρχές του 20ού αιώνα
Στα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα, ο Γεώργιος Σουρής είχε φτάσει στο απόγειο της δόξας του. Ο Ρωμηός, η εβδομαδιαία εφημερίδα του που γραφόταν όλη έμμετρη, γινόταν ανάρπαστος, η θεατρική μετάφραση των Νεφελών (που μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ) είχε σημειώσει εκπληκτική επιτυχία, και ο ποιητής απολάμβανε επαίνους και θαυμασμό από τους πνευματικούς ανθρώπους και από τον απλό κόσμο. Η λατρεία αυτή έφτασε στην υπερβολή όταν το 1906 η Βουλή των Ελλήνων πρότεινε τον Σουρή για το Βραβείο Νόμπελ. (Βέβαια, αυτό μας φαίνεται κωμικό σήμερα· ωστόσο, να σημειωθεί ότι κάποιοι από τους βραβευμένους, ονόματα δεν θα πω, της εποχής εκείνης, έχουν επίσης ξεχαστεί).
Την εικόνα της ομοψυχίας ήρθε να τη χαλάσει ένας αιρετικός –ο γλωσσολόγος Γιάννης Ψυχάρης, καθηγητής στο Παρίσι, ο άνθρωπος που είχε ταράξει τα νερά του γλωσσικού ζητήματος με το Ταξίδι μου το 1888 και που ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης του δημοτικισμού, του ορμητικού κινήματος που με όργανο το Νουμά χάραζε νέους δρόμους. (Αργότερα, οι δρόμοι τους κάπως χώρισαν· ο Νουμάς κινήθηκε σε προοδευτική και σοσιαλιστική τροχιά, ενώ ο Ψυχάρης πολιτικά ήταν συντηρητικός· ήρθαν σε σύγκρουση, όσο κι αν ο σεβασμός του Νουμά προς τον Ψυχάρη έμεινε. Ωστόσο, τα πρώτα χρόνια –ο Νουμάς πρωτοβγήκε το 1903– η επιρροή του Ψυχάρη ήταν απόλυτη).
Στο τεύχος 130, στις 9 Ιανουαρίου του 1905, ο Νουμάς δημοσιεύει πρωτοσέλιδη «Κριτική μελέτη» του Νουμά με τίτλο «Ο Σουρής». Τώρα που τα χρόνια έχουν περάσει, διαβάζει κανείς πως ο Ψυχάρης επιτέθηκε στον Σουρή επειδή χρησιμοποιούσε γλώσσα μικτή κι όχι ανόθευτη δημοτική, αλλά αυτό είναι η μισή αλήθεια, ίσως και λιγότερο. Ο Ψυχάρης κρίνει συνολικά τον Σουρή και το έργο του, και οι περισσότερες παρατηρήσεις του είναι εύστοχες. Επικρίνει τον Σουρή ότι στέκεται όχι μπροστά στον λαό αλλά πλάι του, ή πιο σωστά ότι «πηγαίνει με τον όχλο» τον οποίο αντιδιαστέλλει από τον λαό. Παραθέτει ο Ψ. τις δυο πρώτες και τις δυο τελευταίες στροφές του ποιήματος Ο Ρωμηός (ένα από τα εμβληματικά ποιήματα του Σουρή), και σχολιάζει: Τι νόστιμα, τι γελαστά που μας τα ξεεικονίζει! Τόσο γελαστά και τόσο νόστιμα που δεν το υποψιάζεται ο ίδιος πως ο Ρωμιός του το κάτω κάτω σαν το παιδί φέρνεται ή σαν το βάρβαρο ή σαν και τους δυο. Και συνεχίζει λέγοντας πως δεν είναι βέβαια ένοχος ο Σουρής για τα στραβά της Ελλάδας, αλλά τα παρουσιάζει τόσο χαρούμενα, που ο καθένας κολακεύεται από την εικόνα. Προσθέτει πως ναι μεν ο Ρωμηός γίνεται ανάρπαστος, αλλά αντέχει στο χρόνο όσο μια εφημερίδα: το φύλλο της προηγούμενης εβδομάδας έχει κιόλας ξεχαστεί την επόμενη. Παραδέχεται ότι μπορεί να είναι αλήθεια πως ο Σουρής έχει μόνο φίλους, αλλά οι φίλοι έχουν αξία μόνο όταν έχεις εχθρούς. Η καλοσύνη του Σουρή, λέει, είναι η ανεμελιά εκείνου που δεν θέλει μπελάδες.
Για τον Ψυχάρη, ο Σουρής βλέπει τα δευτερεύοντα, το ανέκδοτο, του ξεφεύγει η σημασία του μεγάλου γεγονότος. Και, τελικά, λέει ο Ψυχάρης, σχεδόν μην τολμώντας να το ξεστομίσει, ο Σουρής δεν είναι ποιητής. Φτιάχνει στίχους με μοναδική επιδεξιότητα, αλλά ποιητής δεν είναι. Ο Ψυχάρης λέει ότι διάβασε με επιμέλεια τους τόμους των Απάντων του Σουρή και ελάχιστες ποιητικες εικόνες βρήκε (δίνει στίχους με παραπομπή σε αριθμό τόμου και σελίδας). Κατηγορεί τον Σουρή πως δεν μπορεί να γράψει άλλο από χωρατά και πως π.χ. το πένθιμο ποίημα για τον θάνατο του Παύλου Μελά το έγραψε με το ζόρι, αναλύει λεπτομερώς την τεχνική του Σουρή με παραπομπή στις πλούσιες ρίμες του, ύστερα τον συγκρίνει με δημοτικιστές λόγιους και τον καταδικάζει: Ιδού άνθρωπος που έψαλε την εποχή του και που την εποχή του δεν την κατάλαβε. Ο Ψυχάρης συνεχίζει λέγοντας πως όχι μόνο δεν θα μείνει τίποτα από το έργο του Σουρή αλλά και ο Σ. έχει ήδη παλιώσει· μπορεί ο όχλος να τον λατρεύει ακόμα, αλλά όχι οι νέοι. Ξυπνούνε κρυφά οι νούδες και φωτίζουνται.
Λίγες είναι οι αναφορές του Ψυχάρη στενά στη γλώσσα του Σουρή. Υπάρχει και γλωσσική κριτική βέβαια: ο Ψυχάρης κατηγορεί τον Σουρή ότι χρησιμοποιεί τη δημοτική μόνο στα χυδαία του αποσπάσματα, όταν είναι να κοροϊδέψει. Επίσης αποδελτιώνει μια σειρά καθαρά δημοτικούς τύπους του Σουρή και λέει ότι κανείς γλωσσαμύντορας δεν επέκρινε ποτέ τον Σουρή που μεταχειρίστηκε τέτοιες χυδαίες λέξεις, ενώ αν βρίσκαν έναν τέτοιο τύπο σε μετάφραση του Πάλλη ή άλλου σεσημασμένου δημοτικιστή θα γινόταν επανάσταση. (Εδώ ο Ψυχάρης δεν υπερβάλλει: να θυμίσω ότι είχαν προηγηθεί, το 1901 και το 1903, ταραχές με νεκρούς με αφορμή τη μετάφραση αρχαίας τραγωδίας και τη μετάφραση του Ευαγγελίου).
Ολόκληρη την κριτική μελέτη του Ψυχάρη μπορείτε να τη βρείτε εδώ. Τρία τεύχη αργότερα, στο τεύχος αρ. 133 του Νουμά, ο Γρηγόρης Ξενόπουλος, που ο Ψυχάρης επανειλημμένα τον είχε επιπλήξει στο άρθρο για «λιβανιστή», έγραψε εξίσου εκτενή αντικριτική μελέτη, με τίτλο «Ο άλλος Σουρής» που κι αυτή αξίζει να διαβαστεί. Η αντικριτική του Ξενόπουλου είναι επίσης εκτενής και υμνητική για τον Σουρή, απαντά στις επικρίσεις του Ψυχάρη τεκμηριωμένα, χωρίς να παύει να δηλώνει τον σεβασμό του Ξενόπουλου για τον Ψυχάρη. Στο τέλος, σημειώνει δυο λόγια κι ο Ταγκόπουλος, ο εκδότης του Νουμά, για να επικρίνει τον Σουρή που βγήκε στις εφημερίδες και έδωσε συνεντεύξεις (ιντερβιού τα λέει) βρίζοντας τους δημοτικιστές.
Και πράγματι, αυτό έγινε. Ο Σουρής έδωσε πολλές συνεντεύξεις σε εφημερίδες, βρίζοντας όχι μόνο τον Ψυχάρη αλλά τους δημοτικιστές γενικά. Δεν έχω τα κείμενα, από τις αντιδράσεις όμως σε άλλες εφημερίδες συνάγεται ότι δεν μάσησε τα λόγια του. Χαρακτηριστικό είναι άρθρο του Ζαχαρία Παπαντωνίου, ο οποίος απορεί πώς ο τόσο άκακος Σουρής παρασύρθηκε σε τόσο βαριές εκφράσεις στις εφημερίδες. Και βέβαια, υπήρχε και ο Ρωμηός, η δική του εφημερίδα. Στις 29.1.1905, μια μέρα πριν από την αντικριτική του Ξενόπουλου στον Νουμά, ο Σουρής αφιερώνει το τεύχος 877 της εφημερίδας του στον Ψυχάρη και τους μαλλιαρούς. Πιο σωστά, ολόκληρο το τεύχος εκτός από λίγες έμμετρες διαφημίσεις στην τελευταία σελίδα, είναι ένας διάλογος Φασουλή και Περικλέτου. Ξεκινάει ο Φασουλής περιγράφοντας τα αποτελέσματα κάποιων δημοτικών (;) εκλογών που είχαν γίνει την ίδια εποχή, αλλά ο Περικλέτος τον διακόπτει:
Π. – Τι κάθεσαι και τσαμπουνάς και τον καιρό σου χάνεις;…
σκάσε, δεν είσαι ποιητής… το γράφει κι ο κυρ Γιάννης,
που στέλλει, δόλιε Φασουλή, μέσ’ από τα Παρίσια
σε συμμορίες μαλλιαρών διπλώματα περίσσια
γλωσσολογίας, κριτικής, σοφίας και ποιήσεως,
και γλωσσολόγος έγινε και κριτικός εκ φύσεως.
Δεν ξέρεις πώς εχάρηκα σαν είδα, μπεχλιβάνη,
την ρομπατσίνα την γερή του Γάλλου του κυρ Γιάννη.
Και ποιος αλήθεια με χαρά και γέλια δεν θ΄ ακούσει
πως βάλθηκε κι ο Γιαννακός πατόκορφα να λούσει
τον Φασουλή τον μασκαρά, το πρόστυχο μυαλό,
του κάρρου το περίτριμμα, τον τρελλο-Νικολό;
Δεν ξέρεις πώς εχάρηκα γι΄ αυτήν την ρομπατσίνα.
Φ. – Αλήθεια πώς δεν έπεισε κι ο Κόντες τον Ρετσίνα
συνδυασμό, βρε Περικλή, στον Πειραιά να κάνει;
Π. – Δεν ξέρεις πώς μ΄ ελάφρωσαν τα λόγια του κυρ Γιάννη.
Και όλο το ποίημα θα συνεχιστεί και στις τέσσερις σελίδες του Ρωμηού έτσι: ο Φασουλής θα μιλάει για τις εκλογές και ο Περικλέτος θα επαναλαμβάνει, δήθεν υιοθετώντας τις, τις κατηγορίες του Ψυχάρη, φυσικά διαστρεβλωμένες και ανακατεμένες με όλη την αντιμαλλιαρή φιλολογία των γλωσσαμυντόρων. Εδώ θα παρουσιάσω, με λίγα σχόλια, μόνο τα αποσπάσματα που αφορούν τον Ψυχάρη, παραλείποντας τα εκλογικά. Αν θέλετε ολόκληρο το ποίημα του Σουρή, έτσι όπως τυπώθηκε στον Ρωμηό, μπορείτε να το διαβάσετε εδώ. Με την ευκαιρία, ευχαριστώ θερμότατα τον Σφραγιδονυχαργοκομήτη για την πληκτρολόγηση.
Λοιπόν, κατά τον Περικλέτο, ο Σουρής τιμωρείται επειδή δεν προσχώρησε στο κίνημα του δημοτικισμού κι επειδή δεν χρησιμοποιεί ψυχαρικούς τύπους όπως Παρθενός (αντί για Παρθενώνας), Βασιλές (αντί για Βασιλιάς) και περέτρα (αντί για υπηρέτρια). Κατηγορεί τους δημοτικιστές ότι δεν έχουν απήχηση στο κοινό –ενώ ο ίδιος, όπως είχε παραδεχτεί και ο Ψυχάρης στην κριτική μελέτη του, είχε τεράστια εμπορική επιτυχία. Κάποιοι υπαινιγμοί του για πλούτη φτάνουν στα όρια της αποδοχής της μαύρης προπαγάνδας των γλωσσαμυντόρων, ότι οι δημοτικιστές ήταν πληρωμένοι με ρούβλια πράκτορες του πανσλαβισμού.
Π. – Σκάσε, δεν είσαι ποιητής, προστυχομαθημένε,
κι ο κυρ Γιαννάκης τόγραψε, κι οι μαλλιαροί το λένε.
Χίλιες φορές σου τόλεγα στον καφενέ, τεμπέλη,
για το καλό σου να γενείς του μαλλιαρού κοπέλι.
Χίλιες φορές σου φώναξα στου βίου τον αγώνα
για το καλό σου Παρθενό να λες τον Παρθενώνα,
κι ο Βασιλιάς πως έπρεπε να γίνει Βασιλές,
μα και την υπερέτρια ΄περέτρα να την λες.
Χίλιες φορές σου τάλεγα, κι αν άκουγες εμένα
σαν φρόνιμος αληθινός,
ο Γιάννος ο Παρισινός
με δίπλωμα ποιητικό θα τύλιγε και σένα,
και σ΄ όποια πάγκα πήγαινες το δίπλωμα να δείξεις
μπορούσες όσες ήθελες χιλιάδες να τραβήξεις.
Εκείνο του το δίπλωμα θάταν ως είδος τσέκι,
μα συ ποτέ δεν άκουσες τα λόγια μου, ζευζέκη.
Δεν βλέπεις, βρε, τους μαλλιαρούς πώς πλούτισαν και τούτοι
μόνο με τα διπλώματα του Πάπα των, τσιφούτη;
Γι΄ αυτό δεν καταδέχονται στα βιβλιοπωλεία
να πουληθούν της μαλλιαρής μαλάκας τα βιβλία,
και χρήσις των δεν γίνεται μήτε στ΄ αφοδευτήρια,
κι ούτε του πλήθους δέχονται κοινά συγχαρητήρια.
Εδώ στον τόπο των Ρωμηών, που μπρος σε κάθε μάνδρα
κοιτάζεις κι έναν κριτικό και γλωσσολόγον άνδρα,
που με γλωσσολογήματα κάθε μυαλό γανώνεται,
κι ως γλωσσολόγος εμβριθής δικαίως στεφανώνεται
καθένας μπαμπακόσπορος και φραγκολεβαντίνος,
δεν μπόρεσες ν’ ανυψωθείς μονάχα συ το κτήνος.
Ο Σουρής εξοργίστηκε τόσο πολύ επειδή ο Ψυχάρης τού αρνήθηκε την ιδιότητα του ποιητή’ εικάζω ότι αν η κριτική του Ψυχάρη περιοριζόταν στα γλωσσικά, επικρίνοντας τη μικτή γλώσσα του Σουρή αλλ’ αναγνωρίζοντάς του ποιητικήν αξία, ο Σουρής θα αντιδρούσε πολύ πιο ήπια. Και εδώ πρέπει να πούμε πως, συνηθισμένος να ακούει μόνο επαίνους είτε από ομοτέχνους είτε από αναγνώστες, ο Σουρής κι άλλη μια φορά είχε αντιδράσει άσκημα σε αρνητική κριτική. Το 1890, ο Ροΐδης είχε γράψει επαινετικά για τα ποιήματα του Δημ. Κόκκου τον οποίο, χωρίς να το πει καθαρά, είχε συγκρίνει ευνοϊκά με τον Σουρή. Ο Σουρής είχε τότε αντιδράσει από τον Ρωμηό και είχε παρασυρθεί σε αιχμηρές εκφράσεις (επιφυλάσσομαι να ανεβάσω και αυτό το ποίημα).
Π. – Τι καλά που σου τα λέει κι ο κυρ Ζαν ο φαλακρός,
μέσα στους μεγάλους νούδες νους απέμεινες μικρός.
Κι όπως γράφει κι ο κυρ Γιάννης έχεις μιαν αναμελιά
και ζωώδη τεμπελιά,
που σου πρέπει, βρε τσολιά,
μία περικεφαλιά.
Σου’ πα: τους ρυθμούς παραίτα των πεζών των αναπαίστων
και τον Μυστικό τον Δείπνο Μυστικό Τσουμπούσι πες τον,
κι άιντε τόκα, κυρ Ιούδα, κι άιντε το κρασί να τρέξει,
και σπληνάντερο να φάμε κι ωχ! αμάν, Χριστέ, κι ας φέξει.
Συ δεν δίνεις μια πεντάρα
για της γλώσσας την αντάρα,
κι ενώ βλέπεις τον κυρ Γιάννη στο Παρί ν΄ αγκομαχά
με τη γλώσσα, δεν σε μέλει,
και φροντίζεις μοναχά πώς να βγάζεις το καρβέλι
Εδώ ο Σουρής χρησιμοποιεί έναν τύπο που είχε χρησιμοποιήσει και ο Ψυχάρης στην κριτική του, τον προκλητικό πληθυντικό «οι νούδες». Χρησιμοποιεί ακόμα την ανεμελιά, που επίσης χρησιμοποίησε επανειλημμένα ο Ψυχάρης, αλλά τη ριμάρει με την περικεφαλιά, λέξη παρμένη από την μετάφραση της Ιλιάδας του Πάλλη (να πούμε ωστόσο ότι η λέξη αυτή, που είχε δώσει πάτημα στους καθαρευουσιάνους να δημαγωγήσουν, πιο πολύ για το μέτρο χρησιμοποιήθηκε από τον Πάλλη, ο οποίος αλλού έχει ‘περικεφαλαία’). Τέλος, ο τύπος Μυστικό Τσουμπούσι δεν νομίζω να γράφτηκε ποτέ από δημοτικιστή· μάλλον ανήκει στην ίδια κατηγορία με την κατωτεντώστρα (δήθεν έτσι είπαν οι μαλλιαροί την υποτείνουσα του τριγώνου) και τον Κώτσο τον Παλιοκουβέντα (δήθεν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος) δηλαδή στις προβοκάτσιες των καθαρευουσιάνων. Όμως, τους νούδες τους εκμεταλλεύεται και πιο κάτω ο Σουρής, στην καθιερωμένη γελοιογραφία της τρίτης σελίδας, όπου παρουσιάζει τον Φασουλή να ξυλοφορτώνει τον Ψυχάρη. Η λεζάντα είναι όλα τα λεφτά:
noudes
Η γελοιογραφία πείραξε τον Ψυχάρη, ο οποίος τη σχολίασε σε επόμενο δημοσίευμά του στον Νουμά. Πρέπει εδώ να πούμε πως ο Σουρής κι άλλη μια φορά είχε ασχοληθεί με τον Ψυχάρη, όταν είχε κάνει κριτική στο Ταξίδι μου, περί το 1887. Απορριπτική κριτική, σε στίχους βέβαια, αλλά τουλάχιστον ευγενική. Εδώ απορρίπτει τον δημοτικισμό εφόλης της ύλης:
Π. – Των μαλλιαρών η γλώσσα δεν σε γεμίζει πάθος,
εσύ δεν έχεις ύψος, εσύ δεν έχεις βάθος.
Συ μόνο με τον όχλο πηγαίνεις πλάι πλάι,
δεν ξέρεις την Μιράντα, μήτε την Λορελάυ,
τ’ ανάερα μαγνάδια,
τα σύγκρυα σκοτάδια,
και τ’ άλλο, βρε μαγκούφη,
που δεν τα νιώθουν μπούφοι.
Συ Πήγασο δεν έχεις με σέλα και καπίστρι,
μήτε φτερό για πένα,
κι ανάερης μουλάρας δεν σε κεντρίζουν οίστροι,
που κάνουν τον καθένα
μεγάλο γλωσσολόγο και ποιητή τρανό
σαν τον Μυριανθούση και τον Μελαχρινό.
Εσύ τις αναγούλες δεν ψάλλεις τις ψηλές,
μόνο τις χαμηλές.
Εσένα, βρε, σε νιώθει κι ο γύφτος κι ο μανάβης,
μα τούτοι προστυχιάζουν όταν τους καταλάβεις.
Εσύ δεν είσαι ποιητής ασύλληφτης ιδέας,
είσαι το κατακάθισμα της φάρας της χυδαίας.
Δεν είσαι Μούσας γέννημα λεφτό και ντιλικάτο
κι η Μούσα με το μούσι σου βρωμίζει και μολύνεται,
δεν είσαι σαν τους μαλλιαρούς πηγάδι δίχως πάτο,
σκουληκομυρμηγκότρυπα και γρίφος που δεν λύνεται.
Μια άλλη αγοραία κριτική για τους δημοτικιστές ποιητές ήταν πως είναι ακατανόητοι. Αυτή την κριτική απηχεί κι εδώ ο Σουρής, τριάντα χρόνια πριν φανεί ο σουρεαλισμός. Οι υπαινιγμοί είναι πολλοί και σήμερα δεν είναι εύκολο να εξηγηθούν όλοι. Λογουχάρη, η Μιράντα για την οποία γίνεται λόγος παραπάνω, είναι υπαινιγμός για ένα λογοτεχνικό επεισόδιο που είχε γίνει μερικά χρόνια νωρίτερα. Στο εξαιρετικό, πρωτοποριακό αλλά βραχύβιο περιοδικό Τέχνη του Κ. Χατζόπουλου, ο Στέφανος Ραμάς (Μάρκος Τσιριμώκος) είχε γράψει ένα ποίημα για μια Μιράντα, γεγονός που προκάλεσε τρομερή (και ανεξήγητη σήμερα) ιλαρότητα στους καθαρευουσιάνους δημοσιογράφους που καραδοκούσαν να βρουν αφορμή να γελοιοποιήσουν τους ‘μαλλιαρούς’. Είχε γραφτεί και μια παρωδία, που είχε κάνει θραύση. Το ποίημα για τη Μιράντα μπορείτε να το διαβάσετε εδώ, κι αν το βρείτε τόσο αστείο πείτε μου κι εμένα. Η Λορελάι αγνοώ τι ρόλο παίζει, αλλά δεν νομίζω να μπήκε απλώς για να ριμάρει με το «πλάι πλάι» -μια ακόμα φράση ξεσηκωμένη από την κριτική του Ψυχάρη. Όσο για τα «ανάερα μαγνάδια» νομίζω πως είναι σαφής υπαινιγμός στο εξής ποίημα του Κ. Χατζόπουλου (το λέω χωρίς να έχω τσεκάρει τη χρονολογία του ποιήματος· αν γράφτηκε μετά το 1905 λέω ανοησίες). Ο Μελαχροινός δεν είναι ο Απόστολος, αλλά ένας από τους “τύπους της Αθήνας”, όπως κι ο Μυριανθούσης.
Καθώς φτάνουμε στο τέλος, η επίθεση του Σουρή συνεχίζεται μ’ ένα γλωσσοπλαστικό τουρ ντε φορς, όπου ο Σουρής φοράει στον Ψυχάρη 18 επίθετα, σύνθετα και παράγωγα της λέξης γλώσσα, τα πιο πολλά ανύπαρκτα:
Π. – Κλείνει μπρος σου της σοφίας ο μυστηριώδης οίκος…
μη σιμώνεις εκεί πέρα, μην κτυπάς την πόρτ΄ αγροίκως.
Ο μεγάλος δάσκαλός μας, ο κυρ Γιάννης, είναι μέσα,
πούμαθε τα γλωσσικά
και τα κορακιστικά,
καθώς γράφει μοναχός του, πρώτα πρώτα στην Οντέσσα,
και κατόπις, Φασουλή, μες στην Πόλη με δυο δούλες,
την Σοφιά, την Αθηνιά, φαμ ντε λεττρ και νοστιμούλες.
Ο κυρ Γιάννης είναι μέσα, γλωσσολόγος, γλωσσοτρίπτης,
γλωσσοκόπος, γλωσσοτρόφος, γλωσσοτόμος, γλωσσογλύπτης,
γλώσσασπις, γλωσσηματίας, γλωσσογάστωρ, γλωσσοπλάστης,
γλωσσοδαίδαλος, γλωσσώδης, γλωσσοκλώστης, γλωσσοκλάστης.
Μη στων Μουσών το τέμενος κτυπάς, ντεληφυσέκη,
κι ο Γιάννης μέσα στέκει,
Γιάννης ο γλωσσοκάτοχος, ο γλωσσοβαρυμπόμπης,
Γιάννης γλωσσοπυρσόμορφος και γλωσσοκηλοκόμπης.
Στο τέλος, σε αυτό τον καβγά ανάμεσα σε δυο συντοπίτες (ο Σουρής ήταν Χιώτης, όπως κι ο Ψυχάρης, ο οποίος στην κριτική του μελέτη αναφέρεται σ’ αυτό) έρχεται να προστεθεί κι ένας τρίτος, ο Κοραής, που τον μπλέκει στη συζήτηση ο Περικλέτος:
Π. – Απ΄ το Πανεπιστήμιο περνούσα χθες το βράδυ
κι ο Κοραής εγυάλιζε στης νύκτας το σκοτάδι.
Κι εγώ τον επλησίασα και τούπα: πατριώτη,
ο Γιάννης ο Παρισινός σε λέει βλάκα Χιώτη.
Απέδειξε του Παρισιού το διαβολο-Χιωτάκι
πως ήσουν φούσκα μοναχά κι από μυαλό κουκούτσι,
πως όλες σου τις έγδοσες τις έκανε χαντάκι,
και σένα σε ρεζίλεψε και σ΄ έκανε παπούτσι.
Εσύ για γλώσσα τίποτις δεν σκάμπαζες ποτέ
κι αδίκως σούχουν προτομή μαρμάρινη, κουτέ.
Κι ο Κοραής μ΄ εφώναξε και μούπε: στραβοκάνη,
εκ μέρους μου παρακαλώ να γράψεις του κυρ Γιάννη
να πάρει τα μαγνάδια του και τη γραμματική του
και στη δική μου προτομή να βάλει τη δική του.
Και στο τέλος, ύστερα μια ειρωνική προσπάθεια συνδιαλλαγής με τον γλωσσοκάμπτη δάσκαλο, ο Φασουλής ευχαριστεί τους μαλλιαρούς που του έδωσαν ύλη για το φύλλο, γιατί αν περίμενε από τις εκλογές δεν θα έβρισκε τι να πει.
Π. – Βρε καλέ μας, βρε κακέ μας,
γλωσσοκάμπτη δάσκαλέ μας,
όχτρητα καμιά μην έχεις και μ΄ εμάς τους δύο τώρα,
και τον Φασουλή συχώρα
που σαν χάχας απορεί
πώς σ΄ αρέσ΄ η μαλλιαρή.
Κάνε ποιητή και τούτον σαν τους άλλους ποιητάδες,
κάνε τον και γλωσσολόγο σαν τους δημοτικιστάδες.
Σαν δεν είναι ποιητής πώς θα βγάλει το ψωμί του;
πώς κοντά σου μια φορά θα στηθεί κι η προτομή του;
Δάσκαλε του Παρισιού, που παραγνωρίζεσαι,
λάβε και γι΄ αυτόν πιτιέ, μην τον συνερίζεσαι.
Δώστου, δάσκαλε, δυο κόκκους της δικής σου της σοφιάς,
δώσε και σ΄ αυτόν ορπίδα πως θα γένει συγγραφιάς,
να σε φκαριστώ κι εγώ, γλωσσομάχος Αρλεκίνος,
να σε φκαριστεί κι εκείνος,
κι όλο να παραληρεί
για τη δόλια μαλλιαρή.
Φ. – Θεός σχωρέσ΄ τους μαλλιαρούς… έλα και δώσμου ξύλο…
τι κρύες εκλογές! πω! πω!…
γι΄ αυτές δεν έχω τι να πω,
κι αν έλειπαν κι οι μαλλιαροί δεν θάβγαινε το φύλλο.-
Το ποίημα είναι και λιγάκι προφητικό· θέλω να πω, στο αμέσως επόμενο τεύχος του Νουμά, στο αρ. 134 (6.2.1905), ο Ψυχάρης δημοσιεύει σημείωμα με τίτλο «Συγγραφεύς», στο οποίο, αφού εξετάσει όλες τις εναλλακτικές λύσεις για αντικατάσταση του καθαρευουσιάνικου συγγραφεύς καταλήγει, πράγματι, στο συγγραφιάς, για το οποίο πάντως παραδέχεται πως είναι «δασκαλισμός» -αλλά κανονικός δασκαλισμός, λέει. Όμως εδώ θα κλείσω, χωρίς να μπω στην ουσία των επιχειρημάτων του Ψυχάρη, ούτε να ζυγιάσω ποιος από τους δυο, τον Ψυχάρη ή τον Σουρή, βγαίνει δικαιωμένος εκατό χρόνια μετά. Αυτά, άλλη φορά.

Τα κάλαντα των οδοκαθαριστών, των νεροκρατών και των φανοκόρων

Τα κάλαντα των οδοκαθαριστών, των νεροκρατών και των φανοκόρων

ΝΕΡΟΥΛΑΣΓράφει ο  Ελευθέριος  Γ. Σκιαδάς
Μία από τις πιο γραφικές εορταστικές καθημερινότητες που έχει εξαφανιστεί ήταν ο έμμετρος λόγος εκείνων που εργάζονταν στον δημόσιο χώρο. Οι οδοκαθαριστές, οι νεροκράτες και ιδιαίτερα οι φανοκόροι! Για να αποσπάσουν το χριστουγεννιάτικο και πρωτοχρονιάτικο φιλοδώρημά τους  πλημμύριζαν τα σπίτια με έντυπα ευχετηρίων στίχων, που πολλοί από αυτούς μάλιστα έφταναν στο σημείο να ομοιάζουν με πινδαρικούς διθυράμβους. Η χαριτωμένη αυτή φιλολογική παραγωγή αποτελούσε έμπνευση κυρίως των φανοκόρων, της ιδιαίτερης αυτής κατηγορίας εργαζομένων που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας του φωτισμού στη χώρα μας. Ευκαιρία λοιπόν να το καταγράψουμε.
ΦΑΝΟΚΟΡΟΣΟ πρώτος δημόσιος φωτισμός
Τέσσερις ήταν οι σταθμοί       του φωτισμού, όπως τους γνώρισε ο ελληνικός λαός. Πρώτα τα λαδοφάναρα και μετά η λάμπα πετρελαίου, την οποία ακολούθησαν το γκάζι και το ηλεκτρικό ρεύμα. Πολλοί ακόμη θυμούνται τις λάμπες με τον αχνό φωτισμό και τη χαρακτηριστική μυρωδιά και ακόμη περισσότεροι το γκάζι. Εξέλιπαν όμως εκείνοι που είχαν ζήσει τα λαδοφάναρα στους δρόμους.
Ήταν η πρώτη μορφή δημόσιου φωτισμού που εμφανίσθηκε με πρωτοβουλία του Δήμου Αθηναίων το 1835, όταν τοποθέτησε δεκαπέντε φανάρια λαδιού σε κεντρικά σημεία της πόλης. Πρωτόγνωρη εμπειρία για όλους ο δημόσιος φωτισμός, ο οποίος τις ήρεμες νύχτες φώτιζε τα συγκεκριμένα σημεία. Όταν όμως φυσούσε, τα λαδοφάναρα έσβηναν, σκεπάζοντας στο απόλυτο σκοτάδι τη μικρή τότε πόλη των Αθηνών. Μέχρι το 1850 τα φανάρια έφτασαν τον εντυπωσιακό αριθμό των διακοσίων. Κάποιος όμως έπρεπε να τα ανάβει και αυτός ήταν ο φανοκόρος, ο οποίος ξεκινούσε τη δουλειά του από το σούρουπο.
Οι φανοκόροι
και οι έμμετρες ευχές
Οι περιγραφές των αθηναιογράφων τον παρουσίαζαν ως έναν άνθρωπο ξερακιανό, μια χαρακτηριστική σιλουέτα που γλίστραγε από γωνιά σε γωνιά, άνοιγε με το καμάκι του το φανάρι, το γέμιζε λάδι, το σκούπιζε με πανί και το άναβε ώστε να φέγγει ολόκληρη τη νύκτα.  Και ο ίδιος πάλι, σκυφτός, αμίλητος, κουκουλωμένος, «σαν μάγος του παραμυθιού», όπως τον αποτυπώνει σε αφήγησή του ο πεζογράφος Γεώργιος Δροσίνης, όταν πλέον το σκοτάδι της νύχτας υποχωρούσε γλιστρούσε σαν μυστηριώδης σκιά και έσβηνε τα φανάρια γρήγορα-γρήγορα για να μην επιβαρυνθεί ο προϋπολογισμός του Δήμου.
«Αυτός ο συγχρωτισμός του με το φως τον έκανε κάθε πρωτοχρονιά από ετερόφωτον αυτόφωτον. Αυτή την ημέρα ο άνθρωπος με την μπλούζα και το κασκέττο και το…ακτινοβόλον κοντάρι δεν εφώτιζε μόνο τους δρόμους, αλλά εσκόρπιζε και άφθονον πνευματικό φως», γράφει ο χρονογράφος Τίμος Μωραϊτίνης, διασώζοντας περίτεχνους στίχους που τύπωναν οι φανοκόροι σε χαρτάκια, χαρίζοντας ευχές για το νέο έτος:
Εν τω μέσω του χειμώνος
και εν τω μέσω των ανέμων
Εν τω μέσω της θυέλλης
και υπό του ψύχους τρέμων
Υπό άστρα ομιχλώδη
κι ομιχλώδεις ουρανούς
Σας ανάπτω  τους φανούς.
Και ως Προμηθεύς σοφός
διανέμω σ’ όλους φως.
Και εις έτη πολλά.
Ο άνθρωπος με το κοντάρι πίστευε ότι ήταν και ολίγον Προμηθεύς. Και ως απόγονος του τιτάνος σκιαγραφεί μελοδραματικά τις υπηρεσίες που προσφέρει στην κοινων
  Και εντός των οικιών σας,
     και των οικιών εκτός
     σας ανάπτουσι με ζήλον
        τους ηλίους της νυκτός.
Για να συνεχίσει τον ύμνο του ως εξής:
    Ως φρουρός σας προφυλάττει
με το φως του το γλυκύ
και τους κλέπτας εκδιώκει
ως κλητήρ αστυνομίας (!)
αγρυπνεί για τη ζωή σας
ως μητέρα μυστική,
και σας είνε, συν τοις άλλοις,
κόσμημα πολυτελείας.
ΟΔΟΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣΟδοκαθαριστές και νεροκράτες
Ευφάνταστοι πάντως ήταν και οι οδοκαθαριστές και οι νεροκράτες – οι άνθρωποι που κρατούσαν το «κλειδί» της ευτυχίας στις φτωχογειτονιές, αφού άνοιγαν τις βρύσες συγκεκριμένες ώρες για να προμηθευτούν νερό με τα σταμνιά τους οι κοπέλες και οι κυράδες.
Με στίχους κομμένους στην ίδια φόρμα, μοίραζαν ευχές, Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, οι οδοκαθαριστές. Γνώριζαν όλους τους κατοίκους, έναν προς έναν, και συναγελάζονταν μαζί τους καθημερινά. Ανάλογα με το χαρτζιλίκι που έπαιρναν, φρόντιζαν κάθε σπίτι. Εξάλλου, τότε περνούσε το κάρο καθαριότητας και ο οδοκαθαριστής έπρεπε να φροντίζει ώστε τα απορρίμματα κάθε σπιτιού να συγκεντρώνονται στο κατάλληλο σημείο. Περιμένοντας λοιπόν το κάρο του εργολάβου, στόλιζαν την παρουσία τους και με κάποιο έμμετρο τετράστιχο:
Με την σκούπαν αιωνίως εις τους ώμους
Καθαρίζω πεζοδρόμια και δρόμους
Και σας δίδω αιωνίαν
Ωραιότητα κι υγείαν.
            «Τώρα πώς ήταν δυνατόν με μια σκούπα, που βρισκότανε “αιωνίως εις τους ώμους”, να σκουπίζωνται οι δρόμοι και να εξασφαλίζεται η υγεία των κατοίκων, αυτό το ήξερε μόνο ο πρωτοχρονιάτικος ποιητής», αναρωτιέται εύστοχα ο Μωραïτίνης. Ωστόσο, η ποιητική φαντασία των ανθρώπων που ήταν ταγμένοι να εργάζονται στους δημόσιους χώρους και πολλές φορές ήταν εξαιρετικά «διάσημοι» μπορεί να αποτελέσει αξιόλογο υλικό για έναν λαογράφο που θα θελήσει να το συλλέξει, να το συστηματοποιήσει και να το καταγράψει, διασώζοντας έτσι συνήθειες μιας άλλης εποχής

Η τελευταία γραφομηχανή


Μουμπάι, Ινδία
Πέρασε πια η εποχή που έστω και ένα λαθάκι στη δακτυλογράφηση σήμαινε ότι ολόκληρη η σελίδα έπρεπε να ξαναγραφτεί: ο τελευταίος των γραφομηχανών ανακοίνωσε ότι κλείνει το εργοστάσιό του στην Ινδία.

Οι υπολογιστές έχουν κατακτήσει τον κόσμο εδώ και καιρό, στην Ινδία, όμως, μια χώρα όπου 400 εκατομμύρια κάτοικοι δεν έχουν σταθερή ηλεκτροδότηση, η γραφομηχανή παρέμενε δημοφιλής σε δημόσιες υπηρεσίες και δικαστήρια.

Ακόμα και εκεί, όμως, οι εποχές αλλάζουν. Η εταιρεία Godrej & Boyce Manufacturing σταμάτησε την παραγωγή το 2009 και ανακοινώνει τώρα ότι μόνο 500 γραφομηχανές της σειράς «Prima» απομένουν στις αποθήκες της.

«Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, οι υπολογιστές άρχισαν να κυριαρχούν. Όλοι οι κατασκευαστές γραφομηχανών γραφείου σταμάτησαν την παραγωγή, όλοι τους εκτός από μας» σχολίασε ο Μίλιντ Ντακλ, γενικός διευθυντής της Godrej & Boyce, μιλώντας στην ινδική εφημερίδα Business Standard.

Τις χρυσές ημέρες της δεκαετίας του 1990, η εταιρεία παρήγαγε 50 από τις 150 χιλιάδες γραφομηχανές που κατασκευάζονταν στην Ινδία κάθε χρόνο. Ακόμα και το 2009, η ετήσια παραγωγή έφτανε τα 12.000 κομμάτια, ανέφερε ο Ντακλ.

Όπως είπε, το εργοστάσιο της εταιρείας του στο Μουμπάι πρόκειται να τροποποιηθεί ώστε να παράγει ψυγεία.

Η πρώτη εμπορική γραφομηχανή αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ το 1867 και βγήκε στην παραγωγή το 1873.

Σχεδόν ενάμισι αιώνα αργότερα, η εποχή της μηχανικής γραφομηχανής δείχνει να τελειώνει.

Παρόλα αυτά, υπάρχουν ακόμα αρκετές εταιρείες που παράγουν ηλεκτρονικές εκδόσεις. Η αμερικανική Swintec, για παράδειγμα, κατασκευάζει διαφανείς ηλεκτρονικές γραφομηχανές που προορίζονται ειδικά για τις φυλακές, έτσι ώστε οι κρατούμενοι να μην μπορούν να κρύψουν λίμες ή άλλα αντικείμενα στο εσωτερικό τους.

Η κλασική γραφομηχανή, εξάλλου, μας άφησε κληρονομιά το πληκτρολόγιο QWERTY, το οποίο διατηρήθηκε ως στάνταρτ στους υπολογιστές, παρόλο που δεν είναι η πλέον εργονομική διάταξη.

Newsroom ΔΟΛ

ΛΑΤΕΡΝΑ...Η ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ

ΛΑΤΕΡΝΑ...Η ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ
Η ιστορία της λατέρνας
Η ιστορία της λατέρνας (la torno=αυτό που γυρίζει) χάνεται στο χρόνο. Απόγονος μιας ολόκληρης κληρονομιάς αυτομάτων οργάνων, σε μια κοινωνία όπου οι κατασκευαστές χαίρονταν την αίγλη και την εκτίμηση της άρχουσας τάξης. Ιστορικά είναι από τα πιο θαυμαστά τεχνολογικά επιτεύγματα του ανθρώπου. Έχουν αναφερθεί αυτόματες μουσικές κατασκευές από τον Ήρωνα (1ος αιώνας π.Χ.), από αυτόματα οργανέτα που δωρίσθηκαν σε αυτοκράτορες του Βυζαντίου και Χαλίφηδες της Βαγδάτης, μέχρι τις πρώτες αξιόπιστες καταγραφές του Μεσαίωνα. Οι πύλες των τειχών του Salsburg άνοιγαν την ανατολή του ήλιου με τη συνοδεία μιας μεγάλης λατέρνας, το 1504.
Γνωρίζουμε ότι από το 1650 και μετά υπήρχε κατασκευαστικός οργασμός σε ένα κόσμο μουσικών μηχανών που ξεπερνούσε κάθε φαντασία: μηχανικά πουλιά σε κλουβιά που κελαηδούσαν με καταπληκτική ζωντάνια και ήχους, μουσικοί – μηχανές που με πολύπλοκους μοχλούς κουνούσαν τα δάχτυλά τους επάνω σε τσέμπαλα, ρολόγια που με συνοδεία μουσικής από κυλίνδρους και χτένες έβγαζαν ολόκληρη παράσταση χορευτών πάνω από τους δείκτες τους, μηχανικοί μάγοι που έριχναν τα ζάρια ή τα χαρτιά σύμφωνα με το ρυθμό της μουσικής, μουσικά ποτήρια που συνόδευαν τον πότη με μουσική κάθε φορά που σήκωνε το ποτήρι…
 Όλη αυτή η γοητευτική και πλούσια σε ιδέες εποχή καταστάλαξε σε τρία κυρίως κατασκευάσματα από τρεις διαφορετικές περιοχές της Ευρώπης, τα οποία πλέον είχαν σκοπό να μεταφέρουν τη μουσική μακριά από τους ευγενείς και τους αυτοκράτορες, στις πλατιές μάζες και τον πολύ κόσμο: αυτό έγινε στις αρχές του 1800 με το οργανέτο (barrel organ) στο Μαύρο δάσος της Βαυαρίας, με το μουσικό κουτί (music box) στα ορεινά χωριά της Ελβετίας και με τη γνωστή λατέρνα (barrel piano) στην Αγγλία. Και τα τρία αυτά είδη χρησιμοποιούσαν την τεχνολογία του κυλίνδρου με καρφιά, όπου κάθε καρφί ήταν μια νότα. Η διαφορά τους όμως ήταν στο τρόπο αναπαραγωγής του ήχου:
 Η πρώτη λατέρνα κατασκευάστηκε το 1808 από έναν κατασκευαστή πιάνων στο Bristol της Αγγλίας, ο οποίος έβγαλε τα πλήκτρα και τα αντικατέστησε με έναν κύλινδρο με καρφιά. Κυκλοφόρησε στο Βέλγιο, στη Γαλλία, Βόρεια Ιταλία και στις Ανατολικές Πολιτείες της Αμερικής. Είχε μια εκρηκτική εξάπλωση, ειδικά στις Ελληνικές παροικίες και κέντρα, δηλαδή στη Κωνσταντινούπολη, Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Κάιρο, Αλεξάνδρεια, Σμύρνη, Βουκουρέστι κ.λπ., με τεχνίτες Έλληνες Ορθόδοξους και καθολικούς και αρκετούς Αρμένιους, που έγραψαν Ελληνική και Ευρωπαϊκή μουσική.
Η ελληνική λατέρνα
 Η λατέρνα εξαπλώθηκε γρήγορα στα σοκάκια, σε ταβέρνες, πανηγύρια και σπίτια και γράφτηκαν Σμυρναίικα, δημοτικά, ρεμπέτικα, κανταδόρικα, Εθνικά εμβατήρια, ακόμη και πόλκες, μαζούρκες, βαλσάκια και ταγκό, πολλά από τα οποία είναι ανέκδοτα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές του αιώνα υπήρχαν γύρω στις 5000 λατέρνες στην Κωνσταντινούπολη, Αθήνα και Πειραιά, ένας αριθμός εντυπωσιακός, γιατί σε σχέση με τον τότε πληθυσμό είχε την ίδια πυκνότητα ανά κάτοικο που έχουν σήμερα τα πιάνα.
 Παρόλο που δεν είναι παραδοσιακό Ελληνικό όργανο, πρέπει να δοθεί ιστορικό δίκαιο στη λατέρνα: Μεσουράνησε σε μια εποχή που δεν υπήρχε γραμμόφωνο, ραδιόφωνο, στερεοφωνικό, τηλεόραση…κυριολεκτικά τίποτα. Ο κόσμος μπορούσε να ακούσει μουσική μόνο σε κέντρα, γάμους και πανηγύρια. Η μόνη εναλλακτική λύση ήταν η λατέρνα, το μαζικό μέσο μουσικής, με την οποία ο κόσμος ψυχαγωγήθηκε, χόρεψε, διασκέδασε, τόνωσε την Εθνική του συνείδηση, “άκουσε”. Δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι ένα σοβαρό κομμάτι από τη μουσική μας κληρονομιά είναι επηρεασμένο από τα ακούσματα και τις τεχνικές δυνατότητες αυτού του οργάνου, όπως η παραδοσιακή ενορχήστρωση, το “μπαγλαμαδάκι”, η χαρακτηριστική τρίλια, το ρυθμικό μπάσσο, οι διφωνίες κ.λ.π.
 Η τεράστια επιτυχία της λατέρνας οφειλόταν σε 2-3 «Φράγκους» Κωνσταντινουπολίτες, τον Τουρκόνι, τον Καρμέλλο και τον Αρμάο, που το 1855 έκαναν ένα δυνατό ξεκίνημα, οργανώνοντας μια γραμμή παραγωγής Ευρωπαϊκού προτύπου και συνθέτοντας και γράφοντας αξιόλογη μουσική. Ήταν μια σωστή επιλογή τεχνικά και χρονικά, διότι το όργανο ήταν φορητό, δυνατό σε ένταση, πλούσιο ηχητικά σαν μια μικρή ορχήστρα και δε χρειαζόταν βιομηχανική υποδομή για την κατασκευή του. Κυκλοφόρησαν λατέρνες από 33 έως 42 “πλήκτρα” και πλήθυναν τα εργαστήρια, οι βιοτεχνίες και οι μαθητές.
 Υπήρχαν δύο ομάδες ειδικοτήτων: οι πρώτοι - οι “Οργανοποιοί”- κατασκεύαζαν το όργανο και οι δεύτεροι - οι “Σταμπαδόροι”- έκαναν τα τραγούδια. Γνωστά ονόματα: Τουρκόνι, Αρμάο, Γεωργίου, Καρμέλλο, Μπρίντιζι, Τριπολιτσιώτης, Πολύκαρπος, Παπανδρέου, Ντικράν, Αλή Μπέη, Ευθυμίου, Φωτίου,…άνθρωποι που είχαν τεράστια δόξα και αίγλη στην κοινωνία τους.
Όταν κάποιος ασχοληθεί με την κατασκευή και τη στάμπα της λατέρνας αρχίζει σιγά-σιγά να ανακαλύπτει τη μεγαλοφυΐα, το ταλέντο, το μεράκι, την αυτοθυσία αυτών των ανθρώπων που σε εποχές που δεν είχαν ούτε βίδες (τις έφτιαχναν μόνοι τους από καρφιά) μεγαλούργησαν. Μέσα σε ένα αυταρχικό καθεστώς εργασίας με ανύπαρκτη πληροφόρηση, έφτιαξαν ακριβέστατα όργανα που ακόμη και για εμάς σήμερα είναι μια πολύ μεγάλη πρόκληση.
Η λατέρνα από το ´40 μέχρι σήμερα
 Το τέλος αυτής της ιστορίας άρχισε να έρχεται με το γραμμόφωνο και το ραδιόφωνο, η δε χαριστική βολή δόθηκε από το δικτάτορα Μεταξά και τον αρχηγό της αστυνομίας Παπαβραμίδη, οι οποίοι τις κυνήγησαν μαζί με τα κουτσαβάκια, τα μουστάκια και τα μανίκια, κατατάσσοντάς τες μαζί με το ρεμπέτικο στις δραστηριότητες του υποκόσμου.
 Πέθανε άδοξα γιατί μετά από 70 χρόνια μεγαλείου έχει ξεχασθεί ολότελα και το χειρότερο, πολλοί τη θυμούνται σα μέσο ζητιανιάς, πόσο μάλλον που πολλές από αυτές που κυκλοφορούν στους δρόμους είναι “μαϊμούδες” (ξύλινα κουτιά με κασετόφωνα.
 Σήμερα υπάρχουν περίπου 200 στη Ελλάδα, οι περισσότερες από τις οποίες είναι εκτός λειτουργίας και χρειάζονται πλήρη ανακατασκευή. Η τελευταία κατασκευάσθηκε το 1935 από τον Πολύκαρπο. Οι τελευταίες στάμπες από τον Αρμάο (εγγονό του πρώτου Αρμάο) τη δεκαετία του 1970 και από τον Τσιώνη μέχρι πρόσφατα. Από τον Ιανουάριο του 1995 κατασκευάζονται εξ ολοκλήρου καινούργιες λατέρνες, συνοδευόμενες από καινούργιους κυλίνδρους, στο εργαστήριο του Πάνου Ιωαννίδη.
Γίνεται προσπάθεια για βελτίωση ακουστική, τεχνική και αισθητική του οργάνου και παράλληλα ξεκίνησε μια καμπάνια για καταγραφή και ηχογράφηση όσων παλιών κυλίνδρων έχουν μείνει -με σκοπό την επανέκδοση σε CD- που αποτελούν μοναδική πολιτιστική κληρονομιά. Τέλος, γίνεται έρευνα για περισσότερα στοιχεία και προσπάθεια για δημιουργία μικρού μουσείου .Ο πρώτος καινούργιος κύλινδρος για να αποκρυπτογραφηθεί, να σπάσει ο κώδικας των παλιών Σταμπαδόρων και να τελειοποιηθεί χρειάσθηκε πάνω από 5000 ώρες δουλειάς. Δεν υπήρχαν αρχεία, παρτιτούρες, εργαλεία, μήτρες, οδηγίες… τίποτα. Για τα 9 τραγούδια του καρφώθηκαν 7000 καρφιά.
 Είναι καιρός να ξαναπάρει τη μικρή πια θέση στη ζωή μας, που όμως της ανήκει και της αξίζει. Η λατέρνα έζησε πολύ περισσότερο στους Έλληνες- κράτησε πιο πολλά χρόνια, έγιναν χιλιάδες όργανα, γράφτηκε άφθονη μουσική, χρησιμοποιήθηκε και αγαπήθηκε περισσότερο από ότι στην Ευρώπη. Μπορούμε, λοιπόν, δίκαια να τη θεωρούμε σε ένα μεγάλο βαθμό και σαν ελληνικό παραδοσιακό όργανο, με πολύ έντονα ρυθμικό χαρακτήρα , που ταιριάζει απόλυτα με χορό και τραγούδι και προβάλει τέλεια τον λιτό, αφαιρετικό και τόσο ώριμο χαρακτήρα της ελληνικής μουσικής παράδοσης.

Εξοδος

Ραντεβού έξω απ την Άνεση, ή το Άστρον ή το Αθήναιον, ή τη Γρανάδα. Σινεμά και μετά ποδαράτο Φλόκα, ή αν ήταν γεμάτο-που ήταν- στου Βρυλώνια για μακαρονάδα. Κυριακές πρωϊ ή στο Άστρον για συναυλία, ή αν δεν είχε, ποδαράτο στο Μπλού Μπελ, όταν ακόμα είχε τηλέφωνα στα τραπεζάκια μέσα. Πείτε μου αν υπήρχε έστω κι ένας να μη χτύπαγε με το κουταλάκι νες και ζάχαρη στο φλυτζάνι λιγότερο από μια ώρα μέχρι να γίνει κρέμα. Και μετά λίγο λίγο το ζεστό νερό.
Πιο μετά ραντεβού στον Πύργο των Αθηνών για καφέ στην καφετέρια στον πρώτο μετα τραπέζια πόδια ραπτομηχανής και μετά παρα μέσα στην ντίσκο, που το πάτωμα της ήταν φωτζόμενο και με κάποιο χρώματα που όταν τα πάταγες άλλαζαν σχέδια. Θυμάμαι καλά;


Το ζεστό νες με το κουταλάκι να χτυπάς μια ώρα είχε την πλάκα του. Πέρναγε η ώρα καλαμπούριζες, έκανες και διαγωνισμό !! ποιός θα κάνει την πιο πηχτή κρέμα, τώρα για να πιείς καφέ ή θα πρέπει να ξέρεις άπταιστα Ιταλικά ή αν πάρεις φίλτρου το πιθανότερο να σου φέρουν το φλυτζάνι με απο πάνω Transformer, ή με το έμβολο να πατήσεις για την έκρηξη, γιατι ο νες ή ο φραπέ είναι πως να το κάνουμε λίγο.... μπανάλ.Κι απο γεύσεις δόξα τω Θεώ άπειρες.. Μόνο γαλλικό γεύση κοντοσούβλι δεν βρίσκω..... ακόμα.

Που είναι ο πολεμίστρας στου Φλόκα που έφερνε το φλυτζάνι το πιατάκι το κουταλάκι τη ζάχαρη το φακελάκι με τον καφέ το μεταλλικό κανατάκι με το ζεστό νερό και το άλλο μεταλικό με το γάλα. Και μη μου πέιτε πως όταν πήγαινε να τελειώσει ο καφές δε ρίχναμε και λίγο απ το υπόλοιπο χλιαρό πλέον νερό για να κάτσουμε λίγο παραπάνω.... Μην είστε ψεύτες όλοι το κάνατε. Και στο φραπέ νερό απ το ποτήρι που έπινες νερό....... Μεταξύ μας.......

Πολεμίστρας. Γνωστή φυσιογνωμία σερβιτόρου στου Φλόκα με χαρακτηριστικό του την έλλειψη και των 4 κυνοδόντων. Οδοντοστοιχία σκέτη πολεμίστρα..... Μόνο που δεν θυμάμαι ποιός τον βάφτισε έτσι. Φόραγε και εκείνα τα γυαλιά Πάνος Γαβαλάς...... Ευγενικός κύριος. Και κάπου κάπου καθόταν σε μια πολυθρόνα κι έτριβε τις γάμπες του.... Καλή του ώρα αν ζει ακόμα.....

Αμπελοκηπιώτικα

Τώρα που τα γράφω αυτά σκέφτομαι με πόσους δεν είχαμε διασταυρωθεί, ειδωθήκαμε, μπορεί να τους ζητήσαμε φωτιά, μπορεί να είπαμε και δυο κουβέντες περιμένοντας να μπούμε ή στο Φλόκα ή στον Πύργο. Και μετά από 40 και βάλε χρόνια ξαναβρισκόμαστε μέσα απ το facebook. Όπως λέει και κάποιος πολύ σωστά "Όλοι μαζι μόνοι μας" μπροστά σε ένα πληκτρολόγιο. Εστω κι έτσι, καλώς σας ξαναβρήκα Αμπελοκηπιώτες, γείτονες, του 10ου η του 3ου ή του 16ου, η του 17ου 18ου 19ου Δημοτικου. Ή συμμαθητές στο Μάντζαρη!!!! στην κυρία Πόπη και τον κύριο Φίλιππα στα Αγγλικά στην Αρεταίου ή στον Ρώμπαπα. Μπορεί και να παίξαμε μπάσκετ στο 7ο Κέντρο Νεότητας, η να προσπαθήσαμε να κάνουμε κρίκους !!!!! Δύσκολοοοοοοοοο. Στην παιδική χαρά..... Ίσως να αγοράζαμε και λυσσάρια απ του κυρ Γρηγόρη........ Μπορεί τώρα κάποιοι να το διαβάζουν και να λένε: Λες ρε.... Ποιός να είναι άραγε αυτός και πως ήταν τότε. Εϊναι γνωστός άγνωστος ή γνωστός αγνώριστος;

Γκομενιλίκια

Είμασταν όμως και ανόητοι ειδικά με τις υποψήφιες.... . Μέχρι να της πείς οτι .....ξέρεις και καλά εγώ και ενδιαφέρομαι και μήπως και να σε ξαναδώ.... κι άντε τελικά και με τα πολλά την πήγαινες για ένα καφέ και μετά να τη συνοδέψεις σπίτι της... βράδυ είναι..... μην πάει μόνη της..... Σιγά. Αυτό ήταν τώρα. Μην τυχόν και πάει μόνη της.. Παραμύθι.... το μυαλό αλλού ήταν... Εκ του πονηρού το ενδιαφέρον...
Και για να την πάς από Κηφισίας στην Πανόρμου, για να κόψεις δήθεν δρόμο την πήγαινες απ το Γηροκομείο... ρε μεγάλε δεν ήταν χαζό το κορίτσι...ήξερε γιατι την πήγαινες απ τα στενά......και μη μου πει κανείς ότι δεν το έκανε...... Είπαμε όχι ψέμματα....


Τη μεγαλύτερη πλάκα πάντως την είχαν όσες είχαν μπαμπα απόστρατο. Μια φορά γνώρισα κάποια νεαρή δεσποινίδα με πατέρα απόστρατο και μάλιστα κάτοικο Παπάγου. Μια φορά πήγα σπίτι της να την παραδώσω μετά από σινεμά. Ο μπαμπάς αυστηρός. Με ένα ελάφρό μειδίαμα.. Μέχρι που άκουσε πως λέγομαιι Παπανδρέου. Ούτε που την ξαναείδα.

Θρασύβουλος Στανίτσας

Το 64 ή 65, ήρθε στην Ελλάδα διωγμένος απ την Πόλη, ο πρωτοψάλτης του Πατριαρχείου Κων/λεως Θρασύβουλος Στανίτσας. Θα έψελνε στον Άγιο Δημήτριο. Μας ειδοποίησε συγγενής Μητροπολίτης στο Πατριαρχείο και μάλιστα μας είπε πηγαίνετε οπωσδήποτε να τον ακούσετε. Πήγαμε. Η Πανόρμου ήταν κλειστή απ τον κόσμο η πλατεία το ίδιο, Τίγκα. Είχαν βγάλει μεγάφωνα. Πρώτη φορά στη ζωή μου είδα κόσμο να κλαίει μόλις άκουσε τη φωνή του. Πρώτη φορά είδα κόσμο να χειροκροτεί σαν να ήταν θέατρο. Θεϊκή φωνή. Υπάρχουν ηχητικά ντοκουμέντα στο Youtube απ τη φωνή του. Αυτή η φωνή δεν υπάρχει.Είναι μοναδική.

Είχαμε πάρει μαζί τη γιαγιά μου τη Θεανώ. Πρόσφυγας ήταν απ την Πόλη. Ήρθε τον άκουγε κι έκλαιγε. Με λυγμούς. Για τη φωνή του και γιατι θυμήθηκε την ομορφη ζωη της στο Πέραν. Αυτή τη ζωή που τους διέλυσαν με το έτσι θέλω. Τους έδιωξαν γιατι τους θεωρούσαν Έλληνες. Εδω κάποιοι τους υποδέχτηκαν σαν Τούρκους... Έζησαν και έκαναν ξανά νοικοκυριά.. με αξιοπρέπεια και επιτυχία.....



























ο Θείος Αλέκος

Ζούσαμε μαζί με ένα θείο της μάνας μου τον θείο Αλέκο. Κάθόλου τυχαίο που κι εγω λέγομαι Αλέκος. Αυτός ο θείος ήταν μαίτρ σε μεγάλο πολυτελές κέντρο της Αθήνας. Τότε που τα "τζάκια¨ήταν "τζάκια" .! !.. Όχι δήθεν αριστοκράτες..... Γύριζε απ τη δουλειά του κατά τις 4 το πρωϊ. Μόλις το ταξί έστριβε απ την Κεδρηνού προς την Πανόρμου και φαινόντουσαν τα φώτα, γύρω στις 30 40 γάτες παρατάσσονταν πάνω στην μάντρα του σπιτιού. Πανόρμου 57. Μόλις κατέβαινε τον περιτριγύριζαν νιαουρίζοντας, Άνοιγε ένα μεγάλο δέμα με τα περισσεύματα φαγητών απ το μαγαζί το άπλωνε στο χωμάτινο πεζοδρόμιο δίπλα στα σκαλάκια κι έμπαινε στην αυλή. Ανάσταση έκαναν οι γάτες. Από μπον φιλέ μέχρι ότι φανταστείς κανείς. Το πρωί κατέβαινε η γιαγιά και μάζευε το χαρτί. Ούτε ψίχουλο δεν έμενε. Κι αυτό γινόταν κάθε βράδυ και για χρόνια. Έλεγε στο μάγειρα Μάζεψε για τις γάτες... και μάζευε τα πακετάριζε και του τα έδινε. Για τις γάτες..... Μπουρσούκια οι γάτες απ το φαϊ

Μπορεί να ξενίζει κάποιους. Αλλά γιαγια και θείος της μάνας στο ίδιο σπίτι.... Ναι και θεία αδελφή της μάνας μου. Πολλοί νοματαίοι μαζί. Έτσι ήταν. Και ζήσαμε ανθρώπινα και ευτυχισμένα. Χωρίς διχόνοιες, χωρίς φασαρίες με ηρεμία. Απίστευτο κι όμως αληθινό. Άλλες εποχές άλλοι άνθρωποι.. Έφτασα 59 χρονών. Δεν έχω να θυμάμαι ούτε μια στιγμή έντασης από εκείνη τη συγκατοίκηση. Τυχαίο; Δεν νομίζω.

Το μπακάλικο του Μανιάτη

Φθιώτιδος και Πανόρμου γωνία ήταν το παντοπωλείο του Μανιάτη. Ο Βασίλης και ο Νίκος τα δύο αδέλφια. Και μαζί τους ο Κυριάκος. χοντρουλός κοκκινοπρόσωπος η ψυχή του μαγαζιού. Στο υπόγειο του μαγαζιού μια μικρή ταβέρνα. Με λίγα τραπέζια και στο βάθος μια ψησταριά. Τα βράδυα έψηνε μπριζόλες μπιφτέκια κι έβγαζε μεζεδες φετούλα, σαλάτα, σαρδελίτσες, κοπανιστή, κολοκυθάκια και πολλά και διάφορα. Και ρετσίνα. Δική του. Και μπύρα FIX, FIX HELLAS και ALFA.Και τα αφεντικά εκεί και ο Κυριάκος. Όλοι μια μεγάλη παρέα. Ο ένας στον άλλον στην υγειά σου. Αλλά αληθινό στην υγειά σου. Και κάπου κάπου κατέβαινε και ο λαχειοπώλης και ο φιστικάς με τα Αιγίνης και τις χαλβαδόπιτες στη σχολική δερμάτινη τσάντα. Το σπίτι ήταν λίγο πιο πάνω οι τιμές κάτι παραπάνω από καλές. Οπότε γιατι να μην είμαστε κάποιες βραδιές εκεί.

Ο Κυριάκος ήταν είπαμε η ψυχή. Άνθρωπος για όλες τις δουλειές. Και εκεί κατά τις μουστιές, που τον έχανες που τον έβρισκες μέσα σε κάποιο βαρέλι πλαγιασμένο, με μια βούρτσα σκληρή στο χέρι να βουρτσίζει και να καθαρίζει για να τα ετοιμάσει να υποδεχτούν το νέο μούστο που θα ζυμωνόταν σε μια κεχριμπαρένια ρετσίνα. Κι όταν πήγαινα για καν θέλημα στο μπακάλικο, με χαιρέταγε. Καλως τ Αλεκάκι...... Και πήγαινα με το χαρτί στο Βασίλη του τόδινα κι εκείνος ετοίμαζε τα ψώνια. Μου τα έδινε και ξανά πίσω στο σπίτι. Κι ο Κυριάκος μέσα στο βαρέλι να βουρτσίζει......

10ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών

Στην αυλή του 10ου μπαίνοντας απ την Π.Κυριακού κι ανεβαίνοντας τα σκαλιά, δεξιά ήταν ένα σκάμμα, ένα μονόζυγο και μια πελώρια σκάλα με ένα στύλο αναρρίχησης. Τις πρώτες τάξεις γυμναστής ήταν ένα συμπαθής παχουλός ηλικιωμένος ο Μιχαλόπουλος. μια φορά λοιπόν το δίμηνο για να μας βαθμολογήσει μας έβαζε στη σειρά και έλεγε άλμα, τούμπα αναρρίχηση. Ένα άλμα στο σκάμμα, μια τούμπα στο χαμηλότερο σκαλί της σκάλας και αναρρίχηση στο στύλο. Βέβαι ως γνήσιοι μπαγαπόντηδες, κάποιοι του αποσπούσαν την προσοχή κι οι υποψήφιοι για αναρρίχηση, ανέβαιναν τη σκάλα ψηλά, κρεμόντουσαν στο στύλο και φώναζαν -Κύριε ανέβηκα.... Πονηρόπαιδα. Αργότερα ήρθε ο μεγάλος Φαφούτης που μας έκανε Γυμναστική. ΜΕ προσωπική κάρτα για αθλήματα μήκος, τριπλούν 60 μ σφαίρα. Μέχρι επι κοντώ με το αλουμινένιο κοντάρι του Πιερράκου. και μονόζυγο, όπου μόνο ένας τα κατάφερνε. Ο Στεφανάκης. Καλή του ώρα όπου και να είναι. Και στα 60 μ ο Παπάκος...Αργότερα ήρθε ο Ραγάζος και μετά ένας τύπος μη χειρότερα, με φόρμα ένα μουστακάκι περίεργο μια φωνή να πέφτεις κάτω απ τα γέλια. Και το παρατσούκλι αυτού Ντ Αρτανιάν. Όνομα δεν θυμάμαι ΧΑρακτηριστικό στιγμιότυπο Ντ Αρτανιάν. Απόγευμα Υποστολή Σημαίας βεβαίως βεβαίως. Όλοι στην παράταξη και ξάφνου φωνή στεντόρεια. Σημαιοφόρε Υπόστειλλοοοοοοοοοοοοοον. Και γινόταν υποστολή με γέλια του σκοτωμού. Μέχρι και οι καθηγητές προσπαθούσαν να μη γελάσουν. ΜΑς κοίταγαν με ένα ύφος υποτίθεται υποτιμητικό αλλά κατά βάθος είχαν ξεραθεί..Α ναι και ένας Φούτρης. Ένα ένα τα θυμάμαι.

Ισως είναι η μοναδική περίπτωση καθηγητή που τον είχαμε για τόσο λίγο διάστημα κι όμως μας άφησε χαραγμένο το στίγμα του. Κουριδάκης Φιλόλογος. Ένας εξαιρετικός άνθρωπος, Δάσκαλος. Συνελήφθη απ το καθεστώς και δεν τον ξαναείδαμε.


Η μάντρα στην Παναγή Κυριακού ήταν από λαμαρίνα. Ανεβαίναμε στο πεζουλάκι και με τη φτέρνα βαράγαμε όλοι μαζί για να ακοσυτεί ο υπόκωφος θόρυβος. Και πάνω στην φτερνιά. Σφαλιάρα απ τον Θεολόγο τον Πανταζόπουλο τον φυστίκη. Ακόμα τη θυμάμαι.

Το αμπαλάζ

Πήγα σήμερα το πρωι με την κόρη μου να ψωνίσουμε κάτι πραγματάκια για το σπίτι. Πήραμε και κάτι μικροδωράκια συμπαθέστατα. Είπα στην υπάλληλο να τα βάλει χωριστά για δώρο. Πήρε κάτι όμορφες σακουλίτσες έβαλε τα δωράκι έβαλε κι ένα κομάτι σελοτέιπ και τα πήραμε. Και θυμήθηκα τις αμαπλαζούδες τις κοπέλες τις πωλήτριες που στα μαγαζιά δίπλωναν τα δώρα. Έκαναν το αμπαλάζ !!!! Εμβαλάγιον που έλεγε κι ένας φίλος μας της καθαρευούσης. Και έμενα άφωνος με την τέχνη τη γρηγοράδα και την ακρίβεια που δίπλωναν τα δώρα. Έβαζαν και μια κορδέλλα απ τις λίγες που υπήρχαν τότε, κατσάρωναν το φιόγκο και ιδού το δώρο έτοιμο. Λένε πως έψαχαν τέτοιες κοπέλλες να ξέρουν να διπλώνουν. Τώρα σακουλίτσα.....

το πιστόλι

Μέρες κέντρου Αθήνας ήταν αυτές οι μέρες τότε... Κέντρο. Σύνταγμα. Ερμού, Ευαγγελιστρίας Αιόλου. Έσφυζε από ζωή. Μικροί μεγάλοι εν δράσει ! Βόλτες και ψώνια. Όλοι κάτι έπαιρναν. Άλλοι λίγα άλλοι πολλά. Μαμάδες, μπαμπάδες, θείες με ένα ή περισσότερα μικρά απ το χέρι. Με το λεωφορείο και μετά με τα πόδια. Και να τα αυτό μ αρέσει, όχι αυτό μ αρέσει. Κι αυτό θέλω, γκρίνιες και κλάματα. Στο τέλος όλο και κάτι σου έπαιρναν. Μπορεί να μην σου έπαιρναν αυτό που ήθελες από παιχνίδι αλλά κάτι παρόμοιο, κάτι εναλλακτικό, παιδί ήσουνα το ξέχναγες. Το ξεπέρναγες κι ήσουν ευτυχισμένο. Και μετά τουλάχιστον απ ότι θυμάμαι απαραίτητη στάση για λουκουμάδες στην Αιόλου στον ιστορικό "Κρίνο". Μετά φορτωμένοι οι άλλοι δηλαδή γιατί εγω κουβάλαγα μόνο το παιχνίδι και γιατί "το παιδί δεν πρέπει να σηκώνει βάρη" πάλι στο λεωφορείο για το σπίτι. Κι εγω εξαφανισμένος πάνω στο κρεββάτι να ξεδιπλώνω χαρτιά και χαρτόνια για να περιεργαστώ το δώρο μου. ......
εν θυμάμαι ποια χρονιά ήταν. Δεν έχει σημασία άλλωστε. Ήμουν παιδί. Κι αυτό μετράει. Κατεβήκαμε στο Κέντρο. Δεν ξέρω που το είχα δει. Πάντως όχι τηλεόραση. Άρα πριν το 67. Κάποιος φίλος μάλλον το είχε. Και μου είχε κολλήσει. Τι ήταν; Ένα πιστόλι. Μπερέτα. Με γεμιστήρα που έπαιρνε εξη μικρά μεταλλικά φυσιγγάκια κρότου. Μαύρο και βαρύ. Τους είχα πρήξει τα σηκώτια. Αυτό θέλω αυτό θέλω. Φαίνεται ότι ήμουν πολύ πιεστικός γιατί στο τέλος αγανάκτησε η μάνα μου. Να του το πάρουμε να σκάσει. Και μου το πήραν. Ο Ευτυχισμένος. με Ε κεφαλαίο. Και όπως όλα τα παιδιά μόλις το πήρα είχα και απαίτηση να γυρίσουμε σπίτι αμέσως. Δεν γυρίσαμε βέβαια, αλλά το πιστόλι το είχα. Ήμουν κατάσκοπος. κατάκοπος αλλά ευτυχισμένος.
Το πιστόλι το κράτησα χρόνια. Άντεξε και κάποιες μετακομίσεις. Ίσως αν ψάξω κάποια στιγμή στην αποθήκη να βρεθεί κάπου καταχωνιασμένο. Δεν θυμάμαι ή δεν θέλω να θυμάμαι ότι το πέταξα, ή ότι χάλασε. Το παιχνίδι που έκανα δεν λέγεται.

στο περβάζι

Το σπίτι του Ηλία στη Βελεστίνου το μπασκετάκι μας.
Κλείναμε, δηλαδή ο Ηλίας έκλεινε το πατζούρι. Αν θυμάμαι καλά ήταν πράσινο. Χωριζόμασταν σε ομάδες και παίζαμε μονό. Το καλάθι ήταν το μαρμάρινο περβάζι και ταμπλώ το παντζούρι. Και βέβαια δεν έπρεπε να ανεβαίνουμε στο πεζοδρόμιο. Μπασίματα σουτ απο μακριά και βέβαια μπάλα ότι να ναι όχι του μπάσκετ. Την μάνα του την είχαμε τρελάνει με τα ντάπα ντούπα αλλά άχνα δεν έβγαζε. Ώρες ολόκληρες παίζαμε. Πενία τέχνας κατεργάζεται. Και μπαίναμε και για νερό στην αυλή. Και μάθαμε και παίξαμε κι ευχαριστηθήκαμε. Παίξαμε στο δρόμο. Όποιος δεν το έχει ζήσει δεν ξέρει τι σημαίνει παιχνίδι.

τα τζιτζια

Τα στολίδια του δέντρου η γιαγιά μου τα έλεγε τζιτζιά. Πολίτικη λέξη. Φτιαγμένα από λεπτό γυαλί με βαθουλώματα με πλισέ εσωτερικό σε άλλο χρώμα. Στρογγυλά ή σε σχήμα λεμονιού με αλουμινένια καπάκια και γαντζάκια. Έργα τέχνης. Ακόμα τα φυλάω σε ένα παλιό καφέ μεταλλικό κουτί από γεμιστά μπισκότα Παπαδοπούλου με τζάμι στο καπάκι. Ακουμπισμένα με αγάπη πάνω σε βαμβάκι. Δεν τα βγάζω πια για στόλισμα. Κειμήλια....

Αγ.Δημ.Αμπελ.119

Aγ.Δημ. Αμπελ. έγραφε η πινακίδα πάνω απ το παρμπρίζ και πιο πάνω στο καρούμπαλο 119. Scania Vabis ή Volvo. Αφετηρία εξω απ το σπίτι Πανόρμου 57 στην απο δω πλευρά με το χώμα. Προχώραγε λίγο έβγαινε στην άσφαλτο έστριβε Κεδρηνού και δρόμο. Η καμπίνα του σταθμάρχη σκοτεινή και παγωμένη. Ένα καλώδιο με μια λάμπα στην άκρη πέρναγε απ την καμπίνα πάνω απ τα κάγκελα του μπαλκονιού και στην πρίζα. Φώναζε ο σταθμάρχης, κυρα Θεανώ. Έβαζε την πρίζα η γιαγιά να βλέπει ο άνθρωπος. Και αργά το βράδυ πάλι Κυρα Θεανώ. βγάλε την πρίζα. Δίναμε βρε αδελφέ στο συνάνθρωπο λίγο ρεύμα. λίγο νερό ακόμα και φαγητό γιατι η γιαγιούλα η Πολίτισσα έφτιαχνε άφθονο. Κατέβαζε κι ένα πιάτο.. Τότε όλοι δίνανε μα ένα πιάτο φαι λίγο ψωμί λίγο κρασί στο γείτονα. Πως να μη χαμογελάει ύστερα ο κόσμος ; Παρ όλη τη φτώχεια του και τα προβλήματα του χαμογελούσε. Δεν ήμασταν κουμπωμένοι δεν τα βλέπαμε όλα με καχυποψία. Όξω καρδιά ρε...


Καθισιό

Έκλειναν και τα σχολεία. 15 μέρες καθισιό. Τρόπος του λέγειν. Τι καθισιό: Απ το πρωι μέχρι το βράδυ μπάλα παίζαμε. Είχαμε μετακομίσει από την Πανόρμου στην Ευρυτανίας. Είχα έρθει πιο κοντά σε φίλους. Πιο κοντά στον Ηλία, τον Κώστα, το Νίκο. Τους θυμάμαι σαν να είναι μόλις χτες. Μπάλα και των γονέων. Στην Βελεστίνου στο ρέμα. Μπροστά στο σπίτι του Ηλία που ένα απ τα παράθυρα του γινόταν και καλάθι για αγώνες μπάσκετ !! Με τις ώρες παίζαμε. Ποιος γονιός να ανησυχήσει. Όλοι μαζί ήμασταν. Αυτοκίνητα; Kαλά. Ένα κάθε ώρα. Χώμα. Και το ρέμα. Α ρε αυτό το ρέμα. Όταν έπεφτε η μπάλα κατέβαινε ο πιο τολμηρός. Είχε κι ένα αγωγό τετράγωνο τσιμεντένιο που μας φόβιζε. Μας δούλευε κι ο Αντρέας ο αδελφός του Ηλία μη πάτε κάτω γιατί θα σας πάει το ρέμα στη θάλασσα. Και η παιδική ζωή μας συνεχιζόταν, Ανέμελη κι ευτυχισμένη.

Πανόρμου 59

Πανόρμου 59 ήταν κατοικία του στρατηγού Ιωάννου. Ένα σύμπλεγμα μονοκατοικιών. Δεξιά έμενε ο στρατηγός, ενώ αριστερά κολλητά υπήρχε άλλη μία διπλοκατοικία.Σ αυτή τη διπλοκατοικία κάποια στιγμή νοίκιαζε σπίτι ο ηθοποιός Τάκης Μηλιάδης. Πρέπει να ήταν το 56 γιατι μου λένε ότι μόλις τον έβλεπα φώναζα ο κιστον μηλιάδης. Το κίστον ήταν προφανώς παραφθορά του κύριος στην ηλικία των 2 ετών

χιονισμένοι Αμπελόκηποι



Xιονισμένος χειμώνας μάλλον το 63. Πανόρμου 57. Πίσω δεξιά ένα τζιπ εγκαταλελειμμένο στο ανύπαρκτο πεζοδρόμιο. Είναι της εταιρείας παραγωγής Πυρσός Φιλμς που δεν πήγε καλά και διέκοψε τη λειτουργία της. Το τζιπ αποτέλεσε για αρκετό καιρό τόπο παιχνιδιού μου.

7ο Κέντρο Νεότητος. Η Παιδική Χαρά. Στην τσουλήθρα με ένα αγαπημένο φίλο που δεν μπορώ να τον εντοπίσω πουθενά. Μίμης Μπερτόλης το όνομα του.