Μέρες κέντρου Αθήνας ήταν αυτές οι μέρες τότε... Κέντρο. Σύνταγμα. Ερμού, Ευαγγελιστρίας Αιόλου. Έσφυζε από ζωή. Μικροί μεγάλοι εν δράσει ! Βόλτες και ψώνια. Όλοι κάτι έπαιρναν. Άλλοι λίγα άλλοι πολλά. Μαμάδες, μπαμπάδες, θείες με ένα ή περισσότερα μικρά απ το χέρι. Με το λεωφορείο και μετά με τα πόδια. Και να τα αυτό μ αρέσει, όχι αυτό μ αρέσει. Κι αυτό θέλω, γκρίνιες και κλάματα. Στο τέλος όλο και κάτι σου έπαιρναν. Μπορεί να μην σου έπαιρναν αυτό που ήθελες από παιχνίδι αλλά κάτι παρόμοιο, κάτι εναλλακτικό, παιδί ήσουνα το ξέχναγες. Το ξεπέρναγες κι ήσουν ευτυχισμένο. Και μετά τουλάχιστον απ ότι θυμάμαι απαραίτητη στάση για λουκουμάδες στην Αιόλου στον ιστορικό "Κρίνο". Μετά φορτωμένοι οι άλλοι δηλαδή γιατί εγω κουβάλαγα μόνο το παιχνίδι και γιατί "το παιδί δεν πρέπει να σηκώνει βάρη" πάλι στο λεωφορείο για το σπίτι. Κι εγω εξαφανισμένος πάνω στο κρεββάτι να ξεδιπλώνω χαρτιά και χαρτόνια για να περιεργαστώ το δώρο μου. ......
εν θυμάμαι ποια χρονιά ήταν. Δεν έχει σημασία άλλωστε. Ήμουν παιδί. Κι αυτό μετράει. Κατεβήκαμε στο Κέντρο. Δεν ξέρω που το είχα δει. Πάντως όχι τηλεόραση. Άρα πριν το 67. Κάποιος φίλος μάλλον το είχε. Και μου είχε κολλήσει. Τι ήταν; Ένα πιστόλι. Μπερέτα. Με γεμιστήρα που έπαιρνε εξη μικρά μεταλλικά φυσιγγάκια κρότου. Μαύρο και βαρύ. Τους είχα πρήξει τα σηκώτια. Αυτό θέλω αυτό θέλω. Φαίνεται ότι ήμουν πολύ πιεστικός γιατί στο τέλος αγανάκτησε η μάνα μου. Να του το πάρουμε να σκάσει. Και μου το πήραν. Ο Ευτυχισμένος. με Ε κεφαλαίο. Και όπως όλα τα παιδιά μόλις το πήρα είχα και απαίτηση να γυρίσουμε σπίτι αμέσως. Δεν γυρίσαμε βέβαια, αλλά το πιστόλι το είχα. Ήμουν κατάσκοπος. κατάκοπος αλλά ευτυχισμένος.
Το πιστόλι το κράτησα χρόνια. Άντεξε και κάποιες μετακομίσεις. Ίσως αν ψάξω κάποια στιγμή στην αποθήκη να βρεθεί κάπου καταχωνιασμένο. Δεν θυμάμαι ή δεν θέλω να θυμάμαι ότι το πέταξα, ή ότι χάλασε. Το παιχνίδι που έκανα δεν λέγεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου