ΠΩΣ ΠΕΡΑΣΑ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ
Το Σάββατο ξύπνησα στις 9 η ώρα γιατί ήθελα να δώ
ένα παιδικό στην τηλεόραση. Σηκώθηκα, πλύθηκα κι έπλυνα και τα δόντια μου γιατί η μαμά μου μού
είπε ότι αν δεν πλύνω τα δόντια μου θα μου πέσουνε και θα με λένε οι φίλοι μου τσιφούτη.
Έτσι πήγα στην
κουζίνα πήρα το γάλα με τα κορν φλέικς αλλά
τα έφαγα κρύα, γιατί το φουρνάκι των μικροκυμάτων η μαμά μου λέει να μη
το χρησιμοποιώ γιατί θα καώ ζωντανός.
Ύστερα πήγα να
κάνω τσίσα μου αλλά ήταν μέσα ο μπαμπάς
μου και ξυριζότανε.
Το κατάλαβα πως ξυριζότανε γιατί έβριζε και έλεγε «πόσες
φορές σας έχω πεί να μη ξυρίζετε τα
πόδια σας με τη μηχανή μου, πετσοκόβομαι, το κέρατο μου.»
Έτσι βγήκα στο
μπαλκόνι και έκανα τσίσα απ΄ το μπαλκόνι και σημάδευα την τριανταφυλλιά στον
κήπο που είναι μαραμένη και φωνάζει ο διαχειριστής ότι κάποιος καίει την
τριανταφυλλιά κι αμα τον πιάσει θα του κόψει τα πόδια.
Μετά ο μπαμπάς
μου έφυγε και είπε ότι θα πάει στο συνεργείο γιατί έπρεπε να αλλάξει τα λάδια
στο αυτοκίνητο κι η μαμά μου ξύπνησε καί ήταν χάλια γιατί φόραγε ένα κίτρινο
νυχτικό τσαλακωμένο και τα μαλλιά της ήταν ανακατωμένα και είχε τσίμπλες.
Μετά ξύπνησε η αδελφή μου και
με είπε αλήτη γιατί της είχα πεί το περασμένο βράδυ ότι ο φίλος της της ο Παναγιώτης είναι ηλίθιος και την
κοροϊδεύει, γιατί τον είχα δεί με τη Σία τη συμμαθήτρια της χέρι χέρι στην πλατεία και το είπα στην αδελφή μου κι
εκείνη δεν με πίστεψε και είπε ότι ζηλεύω και μού σκισε το τετράδιο της
αντιγραφής.
Κι εγώ το βράδυ που κοιμότανε
της πήρα το κινητό και το ρίξα στη γυάλα με το χρυσόψαρο για να μάθει να με
βρίζει και να μου σκίζει τα τετράδια.
Αλλά
δεν το είχε καταλάβει ακόμα γιατί
αμα εβρισκε το κινητό μέσα στη γυάλα θα γινότανε χαμός.
Μετά η μαμά μου πήρε τηλέφωνο το μπαμπά στο κινητό για να
του πεί να φέρει γάλα και ψωμί αλλά φαίνεται πως της το κλεισε γιατί άρχισε να
λέει πως αυτή είναι το θύμα κι όλα τα κάνει για μας και εμείς την έχουμε
γραμμένη κι ύστερα μούδωσε λεφτά και μούπε να πάω στο φούρνο να πάρω ψωμί και
γάλα και χυμό.
Κι εγώ γκρίνιαζα
γιατί όλα τα βαριά με στέλνουνε να κουβαλάω. Και μούπε να πάρω και τα σκουπίδια
κατεβαίνοντας γιατί ο μπαμπάς κάθε φορά που του έλεγε να πάρει τα
σκουπίδια όλο φώναζε κι έλεγε δεν είμαστε σπίτι, νοσοκομείο είμαστε
με τόσα σκουπίδια
Έτσι πήγα στο
φούρνο για να ψωνίσω αλλά ήτανε εκεί η
κυρία Βούλα η παλιά δασκάλα της αδελφής μου η γεροντοκόρη με το μουστάκι κι
άρχισε να με παινεύει και πήγε να με φιλήσει αλλά δεν ήθελα γιατί τσίμπαγε το
μουστάκι της και μετα είπε χαιρετίσματα
στο σπίτι.
Πήρα και γάλα και
χυμό και ψωμί και πήρα και μια σοκολάτα αλλά ήξερα ότι θα φώναζε η μαμά μου ότι όλο σοκολάτες τρώω
και θα χοντρύνω.
Όταν έφτασα κάτω
απ το σπίτι είχε βγεί η μαμά στο μπαλκόνι και μού πε να ξαναπάω να πάρω και
παξιμάδια που ξέχασε να μου πεί να πάρω
κι εγώ πήγα αλλά κουβάλησα μαζί μου και τα άλλα πράγματα που είχα ψωνίσει
Όταν γύρισα είχε
ξυπνήσει η αδερφή μου και είχε πάθει
υστερία γιατί βρήκε το κινητό στη γυάλα και με είπε ανώμαλο και βλαμμένο και
ηλίθιο κι ύστερα η μαμά μου μούδωσε μια σφαλιάρα γιατί λέει δεν είναι καιρός να αγοράζουμε κινητά
καινούργια κι εγώ είπα να το στεγνώσουνε στο φούρνο και είπε η αδελφή μου ότι
εμένα θα βάλει στο φούρνο.
Μετά η μαμά μου
είπε ότι θα πήγαινε στο κομμωτήριο και η αδελφή μου είπε ότι θα πάει μαζί,
γιατί είχε κλείσει ραντεβού αλλά η μαμά είπε ποιός θα κρατήσει το παιδί.
Εμένα δηλαδή.
Κι η αδελφή μου
είπε σκασίλα μου να κάτσει μόνο το το κοπρόσκυλο». Για μένα τα είπε αυτά.
Κι εγώ της είπα
πάλι για τον Παναγιώτη και τη Σϊα κι
έβαλε τα κλάμματα και μου πέταξε το μαξιλάρι και με είπε και αλήτη.
Μετά χτύπησε το
κουδούνι κι ήρθε η γιαγιά μου η Ελένη, η μαμά της μαμάς μου γιατί η μαμά του
μπαμπά μου μένει στο χωριό με τον παπού και λέει η μαμά μου καλύτερα και
τσατίζεται ο μπαμπάς μου και λέει για τη
γιαγιά μου τη μαμά της μαμάς μου ότι είναι παλιόγρια και κουτσομπόλα και
χαρτοπαίχτρα και λέει και κάτι άλλο ότι είναι ψώνιο και ντύνεται σα λατέρνα
αλλά όταν ρωτάω τι είναι λατέρνα μου λεέι αει σιχτίρ. Ούτε αυτό ξέρω τι θα πεί.
Και η γιαγιά μου
έφερε ντολμάδες αλλά δεν μου αρέσουνε γιατι είναι ξυνοί αλλά η γιαγιά μου λέει
ότι είμαι κακομαθημένος και αγενής κι ότι έμοιασα του μπαμπά μου κι ύστερα λέει
στη μαμά μου «στάλεγα εγώ με αυτούς που έμπλεξες» μάλλον τη γιαγιά και τον
παπού μου στο χωριό εννοεί αλλά όταν έρχονται και φέρνουνε λάδι και κρέας τους
λέει μητέρα και πατέρα η μαμά μου. Κι η
γιαγιά μου καλώς τους συμπέθερους.
Και μετά είπε η μαμά ότι πάει
κομμωτήριο και θάμενε μαζί μου η γιαγιά αλλά εγώ δεν ήθελα γιατί η γιαγιά μου
βλέπει όλο αηδίες στην τηλεόραση και μένα θα μούλεγε να πάω να διαβάσω για να
την αφήσω ήσυχη και δεν ήθελα να
διαβάσω.
Αλλά θα τόλεγε
στη μαμά μου ότι δεν διάβασα και δεν θα μ’ άφηνε να βγώ να κάνω ποδήλατο στην
πυλωτή.
Κι η μαμά μου με
την αδελφή μου φύγανε για το κομμωτήριο και έμεινε η γιαγιά μου σπίτι αλλά εγώ
πήρα τον μπαμπά μου στο κινητό και τούπα ότι ήρθε η γιαγιά και μούπε μπράβο
παιδί μου που με ειδοποίησες για την γκιόσα, αλλά δεν κατάλαβα τι σημαίνει
γκιόσα. Μόνο το μπράβο κατάλαβα.
Μετά άνοιξε
απότομα η πόρτα κι ήταν η αδερφή μου που πήγε με τη μαμά στο κομμωτήριο αλλά
είδε τον Παναγιώτη με τη Σϊα στην πλατεία και τσαντίστηκε κι ήρθε πίσω κλαίγοντας και εγω της είπα
είδες που στά λεγα και με είπε γρουσούζη.
Και μετά από λίγο
ήρθε κι ο μπαμπάς κι είπε στη γιαγιά θα καθήσετε να φάμε μητέρα;
Κι η γιαγιά
είπε μπα έχω βάλει πλυντήριο, αλλά έλεγε
ψέμματα γιατί δεν ήθελε το μπαμπά μου κι ούτε ο μπαμπάς την ήθελε και μόλις
έφυγε η γιαγιά ο μπαμπάς πάλι είπε αει σιχτίρ αλλά δεν ξέρω τι σημαίνει.
Και μετά που ήρθε
η μαμά απ το κομμωτήριο ο μπαμπάς είπε τι κεφάλα είναι αυτή και την πληρώνεις
50 ευρώ την κομμώτρια κι η μαμά του είπε μια χαρά είναι φαρμακόγλωσσε κι ο
μπαμπάς είπε αει κύττάξου στον καθρέφτη να δείς μια κολοκύθα κι εγώ έβαλα τα
γέλια κι έφαγα σφαλιάρα.
Ότι κι άν πω με βαράνε Δεν ξαναμιλάω.
Μετά έστρωσε η
μαμά τραπέζι κι ο μπαμπάς είπε «πάλι τις ξυνίλες της μάνας σου θα φάμε» κι η
μαμά είπε «έχω μαγειρέψει απο χτές κοτόπουλο»
κι ο μπαμπάς είπε «όλο χτεσινά τρώμε» κι η μαμά είπε «που να προλάβω
δουλειά και σπίτι μαζί» κι ο μπαμπάς
είπε «όλα τα προλαβαίνεις αμα θέλεις»
και φάγαμε, αλλά η αδελφή μου δεν έφαγε γιατί έκλαιγε για τον Παναγιώτη που
την κορόϊδευε και είχε και τη Σία και τη
λυπήθηκα. Δεν της πήγα .ομως φαί στο δωμάτιο της , γιατι την άλλη φορά που
φάγαμε κοτόπουλο και της πήγα στο δωμάτιο της γιατί πάλι έκλαιγε, έβαλε το
πιάτο μέσα στο συρτάρι κι η μαμά το βρήκε μετά ένα μήνα και ούρλιαζε πως θα μας
φάνε τα σκουλήκια.
Κι εγώ είπα «τους πεθαμένους
τρώνε τα σκουλήκια» κι έφαγα σφαλιάρα.
Ότι κι άν πω με βαράνε Δεν ξαναμιλάω.
Μετά ο μπαμπάς είπε ότι ήθελε να ξαπλώσει γιατί
ήταν κουρασμένος και να μην ακούσει τσιμουδιά κι έκλεισε την πόρτα της
κρεβατοκάμαρας, αλλά η μαμά έπλενε κάτι ταψιά στην κουζίνα και έκανε θόρυβο
επίτηδες , κι ο μπαμπάς είπε τώρα το θυμήθηκες; Κι η μαμά είπε «τώρα μπορώ»
κι ο μπαμπάς κάτι έλεγε για κάποιο φελέκι αλλά
δεν ξέρω τι είναι.
Κι η αδελφή μου έκλαιγε συνέχεια αλλά σταμάτησε να κλαίει
γιατί θυμήθηκε το κινητό που της είχα ρίξει στο χρυσόψαρο και με ξαναείπε
βρωμιάρη και άχρηστο αλλά εγώ δεν είμαι βρωμιάρης, καθαρός είμαι γιατί κάνω
μπάνιο κάθε μέρα.
Έτσι έκατσα να διαβάσω αλλά βαριόμουνα κι έξυνα τα
μολύβια μου αλλά ήρθε η μαμά μου μέσα και μου είπε «τάφαγες τα μολύβια» αλλά εγώ δεν τάφαγα, τάξυσα.
Το απόγευμα ο
μπαμπάς μου ξύπνησε και είπε ότι ήθελε να δεί το μάτς κι η μαμά ρώτησε πάλι
μάτς κι ο μπαμπάς είπε «Γιατί; Τραβάς κάνα ζόρι;» Κι η μαμά είπε «όλο
ποδόσφαιρο βλέπεις» κι ο μπαμπάς είπε «μπάσκετ θα δώ» κι η μαμά είπε «το ίδιο
κάνει» κι ο μπαμπάς είπε «δεν κάνει το ίδιο άλλο το ένα αλλο το άλλο. Άσχετη.»
Και έφτιαξε καφέ
να πιεί και να δεί το μπάσκετ, κι έκατσα κι εγώ να το δώ μαζί του αλλά η μαμά
είπε «μη καπνίζεις γιατί είναι μαζί το παιδί» κι εκείνος είπε «όλο και κάτι
θαβρείς να πείς.»
Αλλά εγώ είπα δεν
πειράζει γιατι άμα έλεγα ότι πειράζει θα μούλεγε να πάω στο άλλο δωμάτιο αλλά
εκει δεν έχει supersport κι η μαμά είπε «πειράζει αλλά που να το καταλάβει ο χοντροκέφαλος που
κάνει κακό και στον εαυτό του και σε σένα.»
Κι
ο μπαμπάς είπε «όποτε έχει ματς θυμάσαι να λές διάφορα.»
Κι η μαμά έφυγε μουρμουρίζοντας αλλά σε λίγο
φώναξε απ την κουζίνα να παει ο μπαμπάς να της κατεβάσει κάτι πιατέλες γιατί
δεν τις έφτανε κι ο μπαμπάς είπε «ότι θυμάσαι χαίρεσαι.» Αλλά πήγε και κατέβασε
τις πιατέλες και τούπε η μαμά να κατεβάσει και μια τσάντα απ το πατάρι και της
είπε «δεν με παρατάς. Στο ημίχρονο.»
Και στο ημίχρονο
κατέβασε την τσάντα απ το πατάρι αλλά η μαμά του είπε να μαζέψει και κάτι ρούχα
απ το μπαλκόνι και τα μάζεψε μουρμουρίζοντας και ρώτησε «αλλό τίποτε θέλεις;
Για να τελειώνουμε.» Κι η μαμά είπε «οι δουλειές ποτέ δεν τελειώνουν» και μετά
κάτι πάλι είπε κάτι με τα δυο ξερά χέρια αλλά δεν κατάλαβα.
Μετά ξανάρθε η
γιαγιά κι ο μπαμπάς μου ξύνισε τα μούτρα αλλά είπε «τουλάχιστον θα δώ το μάτς
χωρίς να με ενοχλεί κανένας.» κι ύστερα
εγω πήγα στο δωμάτιο μου για να παίξω όχι να διαβάσω γιατί βαριόμουνα κι ο
μπαμπάς έβλεπε τηλεόραση.
Η αδελφή μου
μιλούσε στο σταθερό με την Εβελίνα και της έλεγε για τη Σία και τον Παναγιώτη
ότι θα της βγάλει τα μάτια και θα τον σκοτώσει τον αλήτη και εγώ φοβήθηκα αλλά
κατα βάθος δεν το πίστευα.
Κατά τις 9 το
βράδυ η αδελφή μου ντύθηκε και είπε στη μαμά ότι θα πάει βόλτα στην πλατεία με
την Εβελίνα, αλλά εγώ ήξερα ότι πήγαινε να βρεί τον Παναγιώτη και τη Σϊα για να
τους βρίσει, αλλά σιγά που θα τους έβρισκε εκεί.
Η μαμά κάτι έλεγε
πως πάλι μέσα θα μείνουμε σαββατιάτικα κι ο μπαμπάς κούνησε το κεφάλι του και
της είπε «ότι θες λές, κάθε Σάββατο έξω είμαστε κι αν μείνουμε κι ένα
Σαββατοκύριακο μέσα χέστηκε η φοράδα.» Αλλά δεν κατάλαβα τι δουλειά έχει η
φοράδα.
Εγώ έπαιζα στο
δωμάτιο μου αλλά ήρθε η μαμά μου και μόλις με είδε να παίζω είπε «Χριστούλη μου
πότε θα ρημαδοδιαβάσεις που τάχεις φορτώσει στον κόκκορα.» Κι εγώ κύταξα την εικόνα γιατί για το
Χριστούλη έλεγε όχι για μένα.
Κατά τις 12 ήρθε
σπίτι η αδερφή μου με κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα.
Και ρώτησε ο
μπαμπάς τι μούτρα είνα αυτά και εκείνη είπε ασε με ρε μπαμπά κι έχω τα νεύρα
μου.
Κι εγώ της είπα
σιγά που θα τους έβρισκες στην πλατεία και μου πέταξε τη μπότα της αλλά δεν με
πέτυχε και πέτυχε τη μαμά στο πόδι κι έβαλε τις φωνές «τώρα εμείς πληρώνουμε
τους έρωτες σου αντί να παλουκωθείς να ανοίξεις και κανένα βιβλίο που τα
φόρτωσες στον κόκκορα.»
Τελικά μανία με
τους κόκκορες έχει η μαμά μου αλλά δεν ξέρω τι εννοεί γιατί εμείς δεν έχουμε
κόκκορα, ούτε η γιαγιά στο χωριό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου