ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

ο Θείος Γρηγόρης

Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Απ το πρωϊ είχαμε ανέβει με το λεωφορείο το 38 στη θεία μου. Όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα. Μόνο η γιαγιά έμενε σπίτι.Δεν ήθελε μετακινήσεις. Μη με ενοχλείτε έλεγε. Θα περάσω μια χαρά.Είχε παρέα και τον αδελφό της μέχρι το απόγευμα που έφευγε για τη δουλειά του. Μέτρ σε νυχτερινό κέντρο. Απ τα επώνυμα, απ αυτά που δε σήκωνε πολλές μαγκιές και φιγούρες. Με επώνυμους από τζάκι. Τέλος πάντων .......  Φτάσαμε λοιπόν στη θεία. Είχα και ξαδέρφη. Ένα χρόνο μικρότερη 9 εγώ 8 αυτή. Σ αυτήντην ηλικία ούτε μυστικά δεν έχεις να εμπιστευτείς. Αργότερα αρχίζουν αυτά με τα πρώτα σκιρτήματα. Κι απο μυστικά δόξα τω Θεώ Αργότερα  είχαμε και εμπιστευτήκαμε πολλά.
Εξοχή ήταν λοιπόν. Στα πόδια του Υμηττού. Λίγα σπίτια μερικές βίλλες και κάποια διάσπαρτα μαγαζιά. Ο θείος μου  ο Γρηγόρης είχε ένα απ αυτά. Παντοπωλείο. Φάτσα δεξιά. Και δίπλα  αριστερά ένα μεγάλο άδειο άχτιστο οικόπεδο. Εκεί που κάποια χρόνια αργότερα έγινε ένα πανέμορφο για την εποχή του Super Market, συνέχεια του παντοπωλείου που λέγαμε.Πρίν απ αυτό όμως το οικόπεδο ήταν ένα ιδανικό γήπεδο μπάσκετ. Για ποδόσφαιρο πηγαίναμε απέναντι στα δυο άδεια συνεχόμενα που ήταν και πιο μεγάλα. Με το Βασίλη και τό Θόδωρο, τον Τάσο το Νούλη κι άλλα παιδιά μαζευόμαστε  για παιχνίδι. Και μια και καλάθι δεν υπήρχε διαθέσιμο, η παιδική μας ευρηματικότητα μας οδήγησε να πάρουμε ένα μικρό άδειο ξύλινο τετράγωνο καφάσι, που αν θυμάμαι καλά έπαιρνε μέσα δύο  ή τρία κεφάλια τυρί, να ανέβουμε σε ένα παλιό τραπέζι και να το καρφώσουμε στον τοίχο του διπλανού σπιτιού. Καρφιά, ένα σκεπέρνι που κάποιος έφερε απ το σπίτι του  και το γήπεδο μας ήταν έτοιμο. Μονό θα παίζαμε άλλωστε.
Αυτό το παντοπωλείο ήταν ότι λέει ο τίτλος του. Παντοπωλείο. Είχε τα πάντα. Ακόμα και κάτι γυάλινα πελώρια βάζα γεμάτα καραμέλες, Τενεκέδια κουτιά με μπισκότα, Ακόμα και κουμπιά θυμάμαι και κλωστές και πάτους για παπούτσια και βερνίκια και οδοντόκρεμες και σαπούνια και απορρυπαντικά και λαχανικά και πατάτες τα πάντα. Μέχρι και μπακαλιάρο παστό που είχα μια τρέλα παιδί πράμα να κόβω κομμάτια και να τον τρώω ωμό.Τον θυμάμαι να με βλέπει να τρώω μπακαλιάρο και να μου λέει γελώντας θα λυσσάξεις με τόσο αλάτι. Κονσέρβες, γάλατα ζάχαρες και σακκιά με όσπρια με τη σέσουλα. Και μια ζυγαριά με τα δράμια της και μια μεγάλη ζυγαρια  στο δάπεδο. Εκεί πάνω λοιπόν στη ζυγαριά μας ανέβαζε παιδιά πράγμτα  Μας έβαζε πάνω ρύθμιζε τα βαρίδια της κι έβγαζε το απόφθεγμα.  Πως πάχυνες έτσι. Εκατό κιλά έγινες. Κοίταγα εγω και τρελαινόμουνα, δεν μπορεί να είμαι εκατό κιλά. Μέχρι να καταλάβω ότι πάταγε το πόδι πάνω στη ζυγαριά και με βάραινε για να μου κάνει πλάκα. ΚΙ ύστερα γελούσε απ τα βάθη της καρδιάς του. Μας έδινε και μπισκότα γεμιστά με σοκολάτα ή φράουλα ή μπανάνα, μας έδινε  και μια σακκούλα πράγματα και μας έλεγε τραβάτε μέσα στη θεία για να στρώσει τραπέζι.
 Κι ο θείος Γρηγόρης λοιπόν γελούσε. Ήταν όμορφος. Όταν λέμε όμορφος το εννοούμε. Με κυματιστά μαλλιά, φλογερά μάτια, ένα μουστακάκι σήμα κατατεθέν της εποχής και ένα πλατύ χαμόγελο κι ένα χαρακτηριστικό κενό ανάμεσα στα δυο επάνω μπροστινά δόντια. Θα γίνω πλούσιος έλεγε γιαυτό έχω το κενό Και μαγείρευε. Τέλεια. Τι βραστά τι κοκκινιστά, τι ψητά και κάτι ψάρια όνειρο,ότι τράβαγε η καρδούλα σου. Και καθάριζε με τις ώρες τα κόκκαλα για να μη μας κάτσουν στο λαιμό. Τα πρωινά στο μαγαζί έριχνε μια ματιά αν ήταν κανένας πελάτης και μετά έφευγε απ την πίσω πόρτα πήγαινε στο σπίτι, που ήταν κολλητά, έμπαινε απ την πόρτα της κουζίνας έριχνε μια ματιά στο φαί πάνω στην πετρογκάζ και πάλι στο μαγαζί. Ίσαμε δέκα φορές μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό. Το μεσημέρι έκλεινε το μαγαζί για να ξανανοίξει το απόγευμα. Πήγαινε μέσα για ένα μπάνιο γιατί ήταν το χούι του το μπάνιο. Τέτοια καθαριότητα ούτε σε κλινική. Και μετά ξάπλωνε για να κοιμηθεί. Μπα. Ούτε που έκλεινε μάτι. Μας φώναζε τα δυο μικρά και άρχιζε να μα λέει ιστορίες απ τον πόλεμο. Ποιον πόλεμο δηλαδή. Δώδεκα χρονών ήταν στον πόλεμο. Αλλά εκείνος μας διηγόταν ιστορίες, ηρωικές. Με αντάλλαγμα τι; Λίγο οινόπνευμα στις γάμπες του που του πόναγαν απ την ορθοστασία και δώστου εμείς οινόπνευμα και τρίψιμο και δώστου εκείνος ιστοριές πολέμου. Υποβρύχια αεροπλάνα κατάσκοποι όλα μαζί Το υποβρύχιο είχε φτάσει μέχρι το χείμαρρο του χωριού του  για να τον παραλάβει και να τον πάει στην Αίγυπτο, άσχετο αν ο χείμαρος ήταν ένα ξεροπόταμο της συμφοράς κι εμείς νομίζαμε οτι ήταν τουλάχιστον σαν το Δούναβη ή τον Τάμεση, Δεν θυμάμαι αν συνάντησε και τον Τσώρτσιλ. Αλλά τον είχα ικανό να μας το είχε πεί.Π¨αντως με κάθε σοβαρότητα μου έλεγε, Ρώτα και τον πατέρα σου Μαζί πήραμε το ραδόκαστρο.Έτσι άκουγα. Ραδόκαστρο Και ρώταγα ο δυστυχής τι είναι αυτό το ραδόκαστρο. Αμα μεγαλώσεις θα μάθεις. Μου λέγανε έιναι απόρρητο. Και ζούσαμε με το εθνικό μυστικό κρυμμένο στα βάθη του μυαλού μας,. Κι εμείς χαζεύαμε μικρά παιδιά και δώστου ρωτάγαμε και απορούσαμε και τρίβαμε. Μέχρι που  στο τέλος κοιμόμασταν εμείς. Ώσπου κάποια μέρα έμαθα για το μεγάλο απόρρητο. Το περίφημο ραδόκαστρο που μαζί είχαν πάρει στον πόλεμο ήταν το περίφημο κουραδόκαστρο. Μ άλλα λόγια παραμύθια
Μας σκέπαζε λοιπον με μια κουβέρτα πάνω στην ντιβανοκασσέλα και τράβαγε ξανά για το μαγαζί.
Μέχρι να νυχτωσει. Κατέβαζε τα ρολλά εκείνα τα διχτυωτά έβαζε το λουκέτο έκλεινε τη τζαμόπορτα κι απ την πίσω πόρτα τράβαγε για το σπίτι. Να κάνει μπάνιο φυσικά, να κοιμηθεί γιατι απ τα αξημέρωτα έπρεπε να κατέβει στην κεντρική αγορά για λαχανικά.
Πρωτοχρονιά. Τραπέζι γιορτινά στρωμένο, ο θείος έιχε μαγειρέψει ήδη , οι θειές μου και η μάνα μου κουβάλαγαν και οι άντρες, φίλοι κουμπάροι, συγγενείς είχαν ήδη μπεί στο τριπάκι της χαρτοπαιξίας. Για το καλό. Το χαρτοπαίγνιο είναι πάντα για το καλό. Απ τις 8 ξεκινάγανε για το καλό. Και δώστου μπόμπα χαρακίρι και πάσο και ντουκου και τα βλέπω και δικαίωμα και ρέστα  και φτου σου ξεφτιλισμένο, το 8άρι περίμενα και δεν ήρθε και φτιάξε ένα καφέ και λίγο νερό ρε παιδιά κοράκιασα, Μια μικρή διακοπή για να μπέι ο νέος χρόνος και συνέχεια στο παχνίδι. Τέσερεις το πρωι κι έιδα με τα μάτια μου – απορώ πως ήταν ακόμα ανοχτά – έναν απ τους παίχτες να σηκώνεται να πηγαίνει στο νεροχύτη, γιατί το καρέ είχε στθηθεί στην μεγάλη κουζίνα του σπιτιού, να παίρνει  μια κουταλιά καφέ ελληνικό μια κουταλια ζάχαρη, να τα βάζει στο στόμα κι απο πάνω ένα ποτήρι νερό. Ο πρώτος Ελληνικός στιγμιαίος καφές είχε εφευρεθεί.Και τα άλλα τα κουφά. Γόπα από τσιγάρο, σβησμένη, να ισιώνεται με προσοχή, να καρφώνεται το φίλτρο με οδοντογλυφίδα και να καπνίζεται. Πάθος η χαρτοπαιξία. Για το καλό πάντα.
Πέντε τα χαράματα. Περίπτερο στην περιοχή ανοιχτό ούτε για πλάκα, Έφυγε ο κουμπάρος ο Γιαννάκης- έτσι τον λέγαμε- πήρε το Ρόμελ, ένα σκαραβαίο απ τον πόλεμο που τον είχε κάνει κούκλα γιατι έπιαναν τα χέρια του, Πάω για τσιγάρα. Ήρθε μετά μια ώρα με μια σακκούλα γεμάτη πακέτα. Πήγα Σύνταγμα είπε. Εκεί βρήκα. Και ξανάκατσε για συνέχεια στο παχνίδι. Για το καλό είπαμε. Ο θείος δεν έπαιζε. Σχεδόν ποτέ. Δεν ήταν  καντέμης. Μάλλον καλός παίχτης δεν ήταν, Αμ κι ο πατέρας μου που ήξερε, μήπως κέρδισε ποτέ του; Πάντα μια η άλλη μας έλεγε ή λίγα έχασα. Για το καλό πάντα.
........Κι εμείς τα παιδιά ξεραινόμασταν στον ύπνο. Όταν κάποιος σηκωνόταν για τουαλέτα, του λέγανε ρίξε μια ματια στα παιδιά. Κοίταγε απ την πόρτα της κρεββατοκάμαρας μας έβλεπε ότι είμασταν καλά  ξαναπήγαινε στο καρέ. Μια φορά ένα φίλος έξυπνος άνθρωπος μας είδε ξέσκεπα.  Πήγε στο τραπέζι. Όλα καλά είπε μόνο πους τις ασκεπής. Έπεσε το γέλιο με το λογοπαίγνιο κι ύστερα κάποια μάνα σηκώθηκε ήρθε και σκέπασε τον πόδα τον ασκεπή.
Κατά το μεσημέρι, ακόμα έπαιζαν. Οι γυναίκες που τη νύχτα κουτσά στραβά είχαν βολευτεί για ύπνο κι εμείς τα παιδιά που μας κοίμιζαν με το ζόρι σηκωθήκαμε. Το καθιερωμένο γιορτινό τραπέζι ήταν πάλι έτοιμο. Ο θείος πάλι κάτι είχε φτιάξει. Εκείνος σηκωνόταν χαράματα. Απαραίτητα βραστό. Για το λαιμό. Βέβαια τα δικά του δεδομένα έλεγαν περισσότερο κρέας και λιγότερο ζωμό, αλλά ήταν σούπα. Βάλσαμο, ειδικά για τους καπνιστές που όλη νύχτα ο λαιμός τους είχε γίνει τσαρούχι απ τα τσιγάρα.
Ως συνήθως τρώγαμε με βάρδιες. Τα γυναικόπαιδα παρόντα αλλά οι παίχτες –για το καλό- ερχόντουσαν με βάρδιες.Τους έβλεπα να είναι έτοιμοι να πέσουν απ τη νύστα με τα γένια τους να έχουν βγεί, αλλά το χαρτί χαρτί. Για το καλό είπαμε.
Το απόγευμα κάποια στιγμή το πατιρντί ελάμβανε τέλος. Μαζεύαν τα χαμένα τους και έληγε η συνεδρίαση. Αλλη μια φορά για το καλό. Τα μαζεύαμε κι εμείς μπαίναμε στη σαβουρίτσα μας και πηγαίναμε για το σπίτι, όπου η γιαγιά είχε έτοιμο φαγητό. Τώρα πως ο πατέρας μου μετά τη χαρτοπαιξία και το ξενύχτι κατάφερνε να πάει την άλλη μέρα για δουλειά αυτό ηταν ένα θαύμα. Μάλλον επειδή έπαιζαν για το καλό.
Κυριακές ανοιξιάτικες ανεβαίναμε οικογενειακώς παίρναμε και τη γιαγια αυτή τη φορά μαζί. Κυριακές ερχότανε.Να δει τη μάνα της. Ήταν 100 χρονών η μαμά της. Έζησε άλλα 12. 112 πέθανε αποδεδειγμένα κιόλας. Μας γνώριζε όλους κι έβγαινε σε ένα παραδεισένιο κήπο που είχε και πότιζε. Ναι πότιζε 100 χρονών. Μας έλεγε και την ευχή μου παιδιά μου, τα χρόνια μου να πάρετε κι ύστερα καθόταν σε ένα ντιβανάκι με ένα μικρό κομπολογάκι κι ένα τρανίστορ δίπλα της να παίζει. Έτρωγε λιτά και κουβέντιαζε με τις δυο της κόρες τη γιαγια μου και την αδελφή της.
Οι υπόλοιποι καθόμασταν στν κήπο μετά απο ένα γερό τσιμπούσι όπου ο θείος όπως πάντα είχε κάτι εκλεκτό φτιάξει. Τα παιδιά γυρίζαμε στον κήπο ή βγαίναμε έξω στο δρόμο για να συναντηθούμε με τα γειτονόπουλα να παίξουμε να μιλήσουμε να κάνουμε τα δικά μας βρε αδελφέ σαν παιδιά. Όταν μαζευόμασταν  στον κήπο ήταν για να ρωτήσουμε αν υπήρχε κανένα ραδόκαστρο άπαρτο κι εκείνος δεν αρνιοταν, Αλλά πάντα πριν μας διηγηθει την επόμενη ηρωική ιστορία του έπρεπε απαραιτήτως να κάνει μια πλάκα. Δεν μπορούσε. Έπρεπε. Πήγαινε λοιπόν στο πίσω μέρος του κήπου έκοβε ένα μακρύ κλαράκι από ένα απ τα δεκάδες φυτά που τον στόλιζαν, ερχόταν σιγά σιγά πίσω απο κάποια απ τις γυναίκες της συντροφιάς χωρίς να τον πάρουν είδηδη και της γαργαλούσε τ αυτί.. Η αντίδραση όταν νιώσεις κάτι στ αυτί σου είναι απίστευτη. Πετάγεσαι σαν ελατήριο. Η μόνιμη επωδός βέβαια, ήταν αντε να χαθείς Γρηγόρη, γιατι το ξέρανε ότι κάποια στιγμή θα τους την έκανε. Τα γέλια που κάναμε δεν περιγράφονται. Χαμός Κι ύστερα πίναμε, οι μεγάλοι δηλαδή, καφέ και έβγαζε η μεγάλη θεία η Ελένη γαλακτομπούρεκο και για μας έβγαζε ένα βάζο με γλυκό βερύκοκκο και μας το έδινε και το τσακίζαμε. Γιατί τέτοιο γλυκό βερύκοκκο ούτε ξανάφαγα ποτέ ούτε πρόκειτα να ξαναφάω. Απλά δεν υπάρχει. Κι οι πλάκες συνεχιζόντουσαν κι η ζωή μας όμορφη και χαρούμενη. Δεν πέρναγαν απο μέσα μας οι δυσκολίες των γονιών μας, ή μας τις έκρυβαν, για να μη μας επιβαρύνουν.
Πάμε ταβέρνα. Το κάναμε Κυριακές μεσημέρι. Έτσι απροετοίμαστα. Πάμε; Πάμε. Και στο ερώτημα που πάμε ερχόταν η απάντηση. Στον Κοπανά από πίσω. Και δώστου αντε να χαθείς κι εκείνος γελούσε γιατι η πλάκα πλάκα αλλά το εννοούσε ότι θα πηγαίναμε σε μια ταβέρνα σε μια περιοχή που λεγόταν Κοπανάς.Κι εκεί στην Ταβέρνα με το στυλάκι του με ένα χαρακτηριστικό σκούρο καφέ σακάκκι με χοντρές ρίγες το πουκαμισάκι του μια ψιλη γραβατούλα κι  ένα πουλοβεράκι χωρίς μανίκια πήγαινε στην κουζίνα για να δεί τι καλύτερο θα βρεί να παραγγείλουμε. Γιατί ήξερε κι έκοβε το μάτι του.Και τρώγαμε τα καλύτερα και περνάγαμε μπέϊκα που λέει ο λόγος.
Αλλες εποχές άλλα ήθη. Ανοιχτές καρδιές. Χαμόγελα. Έλεγες καλημέρα και το νιωθες. Δε θυμάμαι ποτέ κανεναν να τον ρωτάς τι κάνεις και να μη σου λέει καλά είμαι ή δόξα τω Θεώ. τώρα ρωτάς κι όλοι απαντάνε με κάποια φιλοσοφία του τύπου, δε βαριέσαι, εχω υπάρξει και καλυτερα , υπομονή κάνω, προσεχώς καλύτερα, κάνω εντύπωση και τέτοιες βλακείες, απόδειξη μιας κοινωνίας που παραπαίει.Κι ο θειός μου τόλεγε πάντα δόξα τω Θεώ καλά είμαστε. Είμαστε. Οχι είμαι. Είμαστε. Γιατι μίλαγε για όλους. Κι ας μην πήρε ποτέ το ραδόκαστρο. Για μας ήταν ήρωας.


Το ταμείο ήταν όπως έμπαινες στο μαγαζί αριστερά. Αριστερά των εισερχομένω όπως θα λέγανε στην καθαρεύσουσα.
Με την ταμειακή μηχανή σε ένα χρώμα χακί και κάτι εκρού πλήκτρα με τους αριθμούς 1 10 100, 2 20 200 κ.ο.κ  Περίεργη η αρίθμηση, αλλά ποιό προϊόν να έχει τότε πάνω από ένα χιλιάρικο σε σούπερ μαρκετ. Πίσω απ τη μηχανή κανείς. Ο θείος ήταν πίσω απ το ψυγείο. Φάτσα στην είσοδο. Το ψυγείο βιτρίνα  με τα τυριά και τα αλλαντικά, τα βούτυρα. Τα αναψυκτικά. Σε μικρά μπουκάλια. Δεν υπήρχαν μεγάλες συσκευασίες του λίτρου. Ούτε καν τενεκεδάκια. Πορτοκαλάδες και γκαζόζες, σόδες και μπύρες. FIX, ΑLFA, HELLAS κι αργότερα AMSTEL. Στα ράφια, δεξιά τω εισερχομένω……  και στο κέντρο του μαγαζιού. Ράφια της εποχής. Με τα άπειρα προϊόντα. Και δεξιά στην είσοδο τα καροτσάκια. Χωρίς κέρμα τότε. Στο βάθος δεξιά ένας μικρός χώρος για τα απορρυπαντικά και τα είδη καθαρισμού σκούπες φαράσια και παρόμοια και απ τη άλλη μεριά στην άλλη άκρη του μαγαζιού, αριστερά ένα μεγάλο μεταλλικό ψυγείο πανύψηλο, για τα κατεψυγμένα προϊόντα. Αρνάκι Νέας Ζηλανδίας, Μοσχάρι, κοτόπουλα ΒΟΚΤΑΣ…..
Σκυμμένος πίσω απ το ψυγείο είχε ανοίξει εκείνο το συρταρωτό πορτάκι πάνω στο μάρμαρο είχε βάλει το χέρι μέσα και με ένα σπατουλομάχαιρο έκοβε φέτα απ το βαρέλι. Έβγαλε το κομμάτι το έβαλε πάνω στο χαρτί στη ζυγαριά το είδε κι ύστερα το δίπλωσε άνοιξε μια συρόμενη πόρτα πίσω του και φώναξε μακρόσυρτα Χαρικλιωωωωωώ. Άνοιξε το παράθυρο… Πάρε φέτα της είπε. Άπλώθηκε το χέρι πήρε τη φέτα και το παράθυρο ξανάκλεισε. Καθημερινή διαδικασία. Χαρικλιωωωωώ, άνοιγμα παράθυρο, πάρε, δώσε, κλείσιμο παράθυρο. Πότε για φέτα πότε για κρέας πότε για χόρτα για βούτυρο για λουκάνικα.
Έπλυνε τα χέρια του σχολαστικά και ήρθε στο μπροστινό μέρος κοντά στο ταμείο. Βγήκε στην εξώπορτα κι άναψε ένα τσιγάρο. Δεν είχε πολύ κόσμο ακόμα. Ήταν νωρίς σχετικά. Περαστικοί γείτονες και γειτόνισσες καλημέριζαν κατεβαίνοντας προς την πλατεία, Ανταπέδιδε το χαιρετισμό εκτός κι αν κατέβαινε ένας συγκεκριμένος γείτονας. Το όνομα του δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η πλάκα. Ηλικιωμένος άνθρωπος, μάλλον Πολίτης ήταν γιατι είχε ένα χαρακτηριστικό λ στην ομιλία του. Συνταξιούχος πάντα καλοντυμένος κουστουμαρισμένος. Σταμάταγε στο μαγαζί για πρωινή ενημέρωση. Κι έλεγαν κι έλεγαν ποιος ξέρει τι. Και το γέλιο πήγαινε σύννεφο. Κι ύστερα έσκυβε ο θεός μου και κάτι τούλεγε στ αυτί. Και κακάριζε ο άλλος. Κάποια πονηριά σίγουρα. Κάτι σόκιν γιατί τα τολμηρά ανέκδοτα τότε τα λέγανε σόκιν. Και μετά το γέλιο συνέχιζε ο άλλος έμπαινε κι ο μπάρμπας στο μαγαζί τράβαγε ως συνήθως απ την πίσω πόρτα στο σπίτι έριχνε μια ματιά στην κουζίνα που έβραζε το φαί και ξαναγύριζε στο μαγαζί.
Εκείνο το πρωϊ για κάποιο λόγο είχα ανέβει στο μαγαζί. Καλός καιρός ήταν είχα αράξει σε μια πολυθρόνα μπροστά στη τζαμαρία και έκανα χάζι τους γείτονες και τους  πελάτες. Ο ηλικιωμένος κύριος με τα χοντρά γυαλιά, λιπόσαρκος με το μπεζ κουστουμάκι μου έριξε  μια ματιά  γιατί με ήξερε, καλημέρισε μπήκε μέσα πήρε ένα καρότσι έβγαλε κι ένα χαρτί απ την τσέπη κι άρχισε να γεμίζει το καρότσι. Με διάφορα προϊόντα. Πήγε και στο ψυγείο. Τούδωσε ο μπάρμπας μου φέτα.  Να βάλω και κεφαλίσο….. του ‘κανε πλάκα Βάλε και κεφαλίσο….. Κι  ύστερα γραμμή για το ταμείο. Κι εκεί γινόταν το μεγάλο σόου. Γιατί ο πελάτης είχε μια ιδιοτροπία. Δεν είχε εμπιστοσύνη στις ταμειακές μηχανές. Μεγάλος άνθρωπος τι δουλειά είχε με τα μηχανήματα του διαβόλου. Κι έτσι έβγαζε ένα μολύβι έπαιρνε το λογαριασμό της μηχανής κι έκανε τις πράξεις με το χέρι. Τρέλλα. Τον κοίταγε ο μπάρμπας μου. Κυριε Επαμεινώνδα τούλεγε, η μηχανή δεν κάνει λάθος. Δεν ξέρεις του απαντούσε δεν ξέρεις. Μηχάνημα είναι. Κι αφού για χιλιοστή φορά έλεγχε το λογαριασμό και για χιλιοστή φορά διαπίστωνε ότι δεν υπάρχει λάθος πλήρωνε έπαιρνε τις σακούλες και τράβαγε την ανηφόρα για το σπίτι του. Τον βλέπεις, μου έλεγε ο μπάρμπας μου Χρόνια τώρα το ίδιο. Κάνει το λογαριασμό με το χέρι. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.  Κι ύστερα για να μη χαλάσει τη συνήθεια μου έλεγε Τράβα μέσα πάρε να φας . Μανία με το φαί αυτός ο άνθρωπος. Νέα παιδιά μας έβλεπε στην ανάπτυξη .Πάρτε φάτε έλεγε. Κι εγώ έκοβα κεφαλίσο…. Έκοβα κι ένα κομμάτι μορταδέλα και μισή φρατζόλα ψωμί άραζα στην πολυθρόνα μπροστά στην τζαμαρία κι απολάμβανα ένα πολύ πρωτόγονο αλλά νοστιμότατο σάντουιτς. Και μια και λέμε για μουρταδέλα…..
Η κυρ Αργυρώ ήταν μια ηλικιωμένη γειτόνισσα και πελάτισσα, καλή γυναικούλα έμενε λίγα στενά παραπέρα. Ερχόταν κάθε μέρα να ψωνίσει. Είχε Πάρκινσον η καημένη και ψιλοέτρεμε. Ο μπάρμπας μου την καλημέριζε και την εξυπηρετούσε ιδιαίτερα θα έλεγα λόγω της τρεμούλας. Όταν την είδε να έρχεται από απέναντι βγήκε απ το μαγαζί. Έλα μέσα μου είπε θα κόψω μουσταρδέλα και κομφόρ κι έβαλε τα γέλια.  Δεν κατάλαβα για να είμαι ειλικρινής . Κι όταν μπήκε στο μαγαζί και είπε  με ψιλοτρεμάμενη φωνή κύριε Γρηγόρη θέλω κομφόρ  και μουσταρδέλα, με πιάσανε υστερικά γέλια. Βγήκα έξω και κρύφτηκα για μη γίνω ρεζίλι. Γιατί η κυρ Αργυρώ ήθελε ροκφόρ και μουρταδέλα αλλά άγνωστο γιατί τα είχε μάθει λάθος. Πήρε και κάτι άλλα πράγματα τα έβαλε στην τσάντα κι έφυγε. Ο θειός μου ήρθε έξω. Τα είδες μου είπε. Κομφορ και μουσταρδέλα. Και ξαναγελάσαμε μαζί.
Τα μαγαζιά και μάλιστα τα συνοικιακά έχουν το καθένα τους ιδιαίτερους πελάτες τους. Κι όταν λέμε ιδιαίτερους δεν εννοούμε τους περίεργους ή τους χαρακτηριστικούς αλλά τους ιδιαίτερους με όλη τη σημασία της λέξης. Με τη φινέτσα και την έμφυτη ευγένεια τους όπως μια άλλη πελάτισσα. Πάντα κομψή και ευγενής με χαρακτηριστικό της ένα σικάτο πράσινο σκούρο παλτό και τα χοντρά γυαλιά μυωπίας, και ξανθό μαλλί πάντα άψογο και καλοχτενισμένο απλά χωρίς υπερβολές. Μεγαλούτσικη για νε λέμε την αλήθεια και ανύπαντρη. Αλλά πόσο ευγενής και με τι τρόπους. Ψώνιζε τα πράγματα της πλήρωνε βγάζοντας τα χρήματα της από ένα κομψό πορτοφολάκι, αντάλλασσε τις καλημέρες της και αποχωρούσε σαν κυρία. Ιδιαίτερη πράγματι. Δεν ξέρω τι απόγινε. Κάποια χρόνια αργότερα όταν το μαγαζί έκλεισε λόγω συνταξιοδότησης η κυρία προφανώς άλλαξε τον προμηθευτή των καθημερινών της προϊόντων. Μου το έλεγε ο θειός μου. Έρχεται κάθε καρυδιάς καρύδι στο μαγαζί. Τούτη εδώ είναι κυρία με κάπα κεφαλαίο.
Απέναντι στο μαγαζί στη γωνία ήταν ο κήπος της γιαγιάς. Της προγιαγιάς για να είμαι σωστός. Πεντακάθαρος. Ένας επίγειος παράδεισος. Παρτέρια με λουλούδια και οπωροφόρα δέντρα κάθε λογής. Μέχρι φραγκοσυκιά είχε σε μια γωνία. Και στο βάθος ένα μικρό κομψό σπιτάκι με πράσινα παντζούρια. Παλιό αλλά όμορφο με σκεπαστή βεραντούλα στο πίσω μέρος, με κληματαριά από πάνω και όλο το οικόπεδο γύρω γύρω παρτέρια με λουλούδια.  Με μια πανέμορφη πέτρινη μάντρα με μασιφ κάγκελα και μια σιδερένια εξώπορτα πράσινη με κίτρινες λεπτομέρειες. Εκεί ζούσε η προγιαγιά μας. Η Σεβαστή. Πρόσφυγας απ την Κωνσταντινούπολη. Μεγάλη έφυγε απ την Πόλη. Το 22 ήταν 58 χρονών. Είχε δεί στη ζωή της πολλά. Μην πω τα πάντα. Όλες τις εφευρέσεις κι όλους τους πολέμους. Τηλέφωνο αυτοκίνητο αεροπλάνο ραδιόφωνο τηλεόραση και πολέμους Βαλκανικούς πρώτο και δεύτερο Παγκόσμιο, εμφύλιο. Μέχρι και τη χούντα. Γιατί η γιαγια μας, η προγιαγιά μας πέθανε το 1976 σε ηλικία 112 ετών. Απίστευτο κι όμως αληθινό.
Στον κήπο αυτόν ζήσαμε απ τις ωραιότερες παιδικές και εφηβικές μας στιγμές. Ήταν ο παράδεισος μας. Ήταν η Κυριακάτικη απόδραση μας. Ήταν ακόμα και η καθημερινή μας έξοδος με το λεωφορείο φυσικά κι από νωρίς μπας και προλάβουμε το τελευταίο δρομολόγιο για να μη γυρίσουμε με τα πόδια σπίτια μας.  Ήταν  οι καλοκαιρινές μας βραδιές. Ήταν κάποιο εφηβικό πάρτι γενεθλίων  με απαλή μουσική και χορό κάτω απ τα κλαδιά της μεγάλης καρυδιάς, Τα ξεμοναχιάσματα στις απόμερες γωνιές του κήπου, ή με την πλάτη ακουμπισμένη στη νερατζιά. Και μάνες και  θείες έφτιαχναν μεζεδάκια και σοφτ ποτά τα έφερναν κι ύστερα αποχωρούσαν στα ιδιαίτερα παρέα με τη γιαγιά αφήνοντας εμάς στον κήπο να ονειρευόμαστε τους μοναδικούς και ανεπανάληπτους έρωτες μας. Και βέβαια οι πρώτοι έρωτες έρχονται στο πρόσωπο ή της αδελφής κάποιου συμμαθητή ή της συμμαθήτριας κάποιας ξαδέλφης. Και μην το αρνηθεί κανείς αυτό. Είναι νομοτελειακό. Έρωτες με γέλια και με κλάματα για γέλια και για κλάματα.  Δάκρυα, χάδια, δειλά φιλιά, υποσχέσεις, ένα μίγμα ανακατωμένο με την εκρηκτικότητα και την αφέλεια της εφηβείας. Που γέμιζε τη ζωή μας με ανείπωτη χαρά κι ευτυχία εκείνα τα χρόνια που δεν θέλαμε καν να φανταστούμε τι θα μας επιφύλασσε το μέλλον. Ποιος νοιαζότανε για το μέλλον. Ζούσαμε το παρόν με όλες μας τις αισθήσεις. Και με όσα επέτρεπαν οι βλοσυροί γονείς των νεαρών κοριτσιών που λιμπιζόμασταν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το χαμόγελο μιας νεαρής τότε κοπέλας, όταν συναντηθήκαμε σε πρώτο ραντεβού. Ένα χαμόγελο που έπαιζε το ρόλο φραγής στο ουρλιαχτό της χαράς που ανέβαινε βουερό και  γεμάτο δύναμη έτοιμο να βγεί και να σπάσει ότι βρεί μπροστά του. Και εμείς χαιρετηθήκαμε με χειραψία. Οι ανόητοι.
Κι εκεί στο παγκάκι του κήπου πιασμένοι χέρι χέρι με την Δουλτσινέα μας προσπαθούσαμε να κοιταχτούμε στα μάτια αλλά κάτι το μισοσκόταδο κάτι τα μισόκλειστα απ τον καταπιεσμένο πόθο μάτια άντε να δεις. Αλλά στο κάτω κάτω τι να δείς. Αφού έβλεπες με τα μάτια της ψυχής και της καρδιάς σου, που κόντευε η άτιμη να σπάει απ την ταχυκαρδία της προσμονής. Χέρι χέρι πλεγμένα δάχτυλα, και λόγια. Έπεα πτερόεντα. Χρόνια κι εκείνα. Πως πέρασαν τα άτιμα. Αλλά πόσο βαθιά χαραγμένα έχουν μείνει στη μνήμη μας. Και τι παράξενο. Αν δεις σήμερα την τότε αγαπημένη σου όπως την έχει, όπως και σένα άλλωστε, σημαδέψει ο χρόνος, αν κλείσεις τα μάτια και την αναπολήσεις θα δείς την τότε κι όχι την τωρινή. Καλά μας φέρεται το μυαλό μας. Μη μας χαλάσει την εικόνα.
Έξω απ τον κήπο πέρναγε κόσμος. Άκουγε τη μουσική έβλεπε σκιές να χορεύουν κοντοστεκόταν κι έφευγε. Κι όταν πέρασε η ώρα και το περίφημο πάρτυ έλαβε τέλος  έπρεπε οι εν γονεική αδεία ευρισκόμενες νεαρές να συνοδευθούν στα σπίτια τους όπως είχαμε υποσχεθεί.
Και ώ της εκπλήξεως απ έξω ήταν ο θείος. Εντελώς τυχαία. Είδα φως και μπήκα που λένε. Είχε το νου του. Ο φόβος φυλάει τα έρημα. Είχε και την κόρη του την ξαδέλφη μου στο πάρτι, να μην έχει το νου του; Ποιος ξέρει πόσα χιλιόμετρα είχε κάνει πάνω κάτω
Με είδε απ έξω απ την πόρτα. Περάσατε καλά; με ρώτησε. Μια χαρά του είπα. Χαμογέλασε με ένα χαμόγελό που άλλα έδειχνε κι άλλα εννοούσε και με ρώτησε Τη χούφτωσες; Έβαλα τα γέλια. Γέλασε κι αυτός κι απομακρύνθηκε βιαστικά  μια και η προς χούφτωμα, ή ήδη χουφτωθείσα δεσποινίς ερχόταν προς την πόρτα.
Και να σκεφτεί κανείς πως η περίφημη φράση Παπαγιαννόπουλου προς Κωνσταντάρα στην επιτυχία Κάτι κουρασμένα παλληκάρια Τη χούφτωσες; Χούφτωστη χούφτωστη, ειπώθηκε  δυο χρόνια αργότερα. Προφήτης ο θείος Γρηγόρης.
Μπατζανάκηδες
Ο πατέρας μου κι ο θείος μου ήταν μπατζανάκηδες. Είχαν παντρευτεί δύο αδελφές. Τη μάνα μου και την αδελφή της τη Χαρίκλεια. Η μοναδικότητα της σχέσης τους ήταν  απόρροια της αγάπης που είχαν ο ένας για τον άλλον. Μια αγάπη μοναδική που δεν ξέρω αν υπήρξε σε παρόμοια συγγενική σχέση. Και το περίεργο και ίσως μοναδικό στη σχέση τους ήταν η σύμπτωση του ίδιου επωνύμου., Όσο κι αν ήταν σπάνιο ήταν μια πραγματικότητα, Πρώτα ο θείος παντρεύτηκε τη θεία μου κι ύστερα από λίγα χρόνια ο πατέρας μου που συμπτωματικά είχε το ίδιο επίθετο με τον θείο μου αν και από διαφορετικές περιοχές της χώρας παντρεύτηκε τη μάνα μου.  Φαντάζεστε τώρα όταν με την ξαδέλφη μου λέγαμε ότι έχουμε το ίδιο επίθετο όλοι θεωρούσαν και λογικά ότι οι πατεράδες μας ήταν αδέλφια. Κι όμως. Αδέλφια ήταν οι μανάδες μας. 
Οι μπατζανάκηδες λοιπόν είχαν μια αδελφική σχέση. Διαφορετικοί χαρακτήρες εκρηκτικός, πλακατζής, καλαμπουρτζής ο ένας, σοβαρός και μετρημένος και πάντα λιγομίλητος ο άλλος. Εκείνο που είχαν κοινό πέρα απ το επίθετο τους ήταν η βαθιά αγάπη για τους δικούς τους ανθρώπους. Μια αγάπη τόσο βαθιά που δεν τη φαντάζεται κανείς. Λάτρευαν τις γυναίκες τους τα παιδιά τους τις νύφες τις κουνιάδες την πεθερά τους, τη γιαγιά τη θεία, το θείο. Λατρεία όχι αστεία.
Και πέρναγαν καλά μαζί και περνάγαμε καλά όλοι μαζί. Κι όταν έφτασε η στιγμή να μείνουμε και στη ίδια γειτονιά πιά τότε τα πράγματα απλοποιήθηκαν ακόμα περισσότερο.
Κάποια στιγμή  ο πατέρας μου του είπε Γρηγόρη είμαστε μπατζανάκηδες. Ναι του απάντησε  ο άλλος. Ξέρεις από πού βγαίνει το μπατζανάκης. Όχι του είπε ο θείος μου. Ακου του είπε. Απ το Μποκ και το τσανακ. Δηλαδή σκατοδοχείο.  Τσανάκ είναι το δοχείο στα Τούρκικα. Και βάλανε τα γέλια.
Δεν ξέρω καν αν έχει βάση η ετυμολογία της λέξης  αλλά σίγουρα έχει πλάκα. Γελούσανε κι όσο ζήσανε κοντά - γιατί ο ένας ο πατέρας μου έφυγε στα 66 του χρόνια - πέρναγαν καλά. Τον πόνο που ένιωσε ο θείος μου για την απώλεια του μπατζανάκη του δεν μπορώ να την περιγράψω. Ανήμερο θηρίο ήταν. Δεν μίλαγε και δεν μιλιότανε κι έκλαιγε βουβά για να μην το δούνε. Δεν ξέρω αν το ξεπέρασε ποτέ του μέχρι που έφυγε και αυτός κάποια χρόνια αργότερα. Πολύ αμφιβάλω.
Το Mazda
Πρέπει να ήταν το 72. Μέχρι τότε ο μπάρμπας δεν είχε δίπλωμα οδήγησης. Αποφάσισε να βγάλει αφού οι απαιτήσεις του μαγαζιού ήταν αυξημένες και ο μέχρι τότε τρόπος προμηθειών δεν ήταν πλέον ικανοποιητικός. Έβγαλε το δίπλωμα και είπε να πάρει ένα αμαξάκι να τον εξυπηρετεί στο μαγαζί. Το ‘ψαξε από δω το ‘ψαξε από κει και πήρε ένα μικρό αγροτικό φορτηγάκι. Mazda 1200.  Άσπρο. Όμορφο. Με ένα απ ότι θυμάμαι θαυμάσιο κιβώτιο ταχυτήτων με ταχύτητες που κούμπωναν με χαρακτηριστική ευκολία. Μ αυτό το φορτηγάκι άλλαξε τη ζωή του και τη δική μας. Ηλιούπολη Κεντρική αγορά κάθε νύχτα και βόλτες και εκδρομές ατέλειωτες. Σιγά σιγά και με το μαλακό πάντα. Γιατί η οδήγηση τον άγχωνε. Στιβαγμένοι πιτσιρικάδες στην καρότσα πάνω σε στρωματάκι και με μια κουβέρτα και για το κρύο αλλά και για να μη μας δεί και κανένα τροχονόμος από Καβούρι μέχρι τον Κοπανά από  πίσω μέχρι Χαλκίδα μέχρι όπου μπορεί κάποιος να φανταστεί. Τα χρόνια πέρασαν συντροφιά με το azda. Κι όταν έκλεισε το μαγαζί λόγω συνταξιοδότησης κι έπρεπε να δώσει το φορτηγάκι, ήταν σαν να του ‘παιρνες την ψυχή. Δεν το παρηγοριόταν. Δεν μπορούσε να το δεχτεί. Και βρήκε και το δωσε κάπου που απ ότι φαντάζομαι θα ήταν σίγουρος ότι θα του φερόντουσαν με ευγένεια. Έτσι ήταν δενόταν. Και με κείνο το αυτοκίνητο δέθηκε κόμπος. Το λάτρεψε. Και σίγουρα του ‘λειψε. Έστω κι αν αργότερα πήρε ένα άλλο, κούρσα αυτή τη φορά πιο καινούργιο πιο άνετο. Το mazda δεν το ξέχασε ποτέ.
Το Πάσχα
Δεξιά απ το μαγαζί υπήρχε ένα άχτιστο οικόπεδο. Τετραγωνισμένο. Καμμιά τρακοσαριά τετραγωνικά. Δεν ξέρω ποιανού ήταν. Ήταν πέρασμα για τα πίσω σπίτι και χώρος αποκομιδής ευτυχώς όχι απορριμάτων, αλλά όπως και να το κάνουμε κάποια μπάζα όλο και τα ρίχνανε. Εκεί κάποιες καλοκαιριάτικες νύχτες που δεν έκανε ζέστη  στήθηκε ένα κανονικό λυόμενο σπίτι. Όχι από επαγγελματίες αλλά από τους άμεσα ενδιαφερόμενους με τη βοήθεια φίλων. Κι ύστερα φορτώθηκε σε ένα φορτηγό συναρμολογημένο όπως ήταν  και στήθηκε σε ένα οικόπεδο κάπου στην Ανάβυσσο. Ακόμα υπάρχει.
Κάποιο Πάσχα αυτό το οικόπεδο το άχτιστο έπαιξε ένα ιδιαίτερο ρόλο. Εποχές δύσκολες αλλά ο ένας τον άλλον τον βοήθαγε. Κακά τα ψέμματα. Είχες ανάγκη κι ο γείτονας δεν το σκεφτόταν. Βοήθαγε. Όπως μπορούσε. Κάπου τόχω ξαναγράψει. Ανοιχτές πόρτες κι ακόμα πιο ανοιχτές  καρδιές. Εκείνο το Πάσχα βρέθηκαν στην Ελλάδα απ τον Καναδά ένα ζευγάρι φίλοι. Tους είπαμε κι αυτούς και βρεθήκαμε όλοι μαζί στην Ηλιούπολη. Στο άχτιστο οικόπεδο, όπου στήθηκε ένα τρικούβερτο Πασχαλινό γλέντι. Όλη η γειτονιά μαζί με αρνιά κρασί πίτες μεζέδες μουσική χορό τραγούδι και χαμόγελα. Πολλά χαμόγελα. Μέχρι το βράδυ. Ηλιόλουστη μέρα Ηλιόλουστες καρδιές. Στο άχτιστο οικόπεδο. Σε μια Αθήνα που καμιά σχέση δεν έχει με τη σημερινή. Σε μια Ηλιούπολη όμως που έχει ακόμα σχέση με την τότε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου