Μικρό παιδί σαν ήμουνα......
11/12/2012
Από θέρμανση απελπισία, Ζεσταινόμασταν με σóμπες με ξύλα η με κάρβουνο, κοκ, λιθάνθρακα, ή με θερμάστρες πετρελαίου που βρωμοκοποπούσαν κι έζεχναν κι ανοίγαμε τα παράθυρα χειμωνιάτικα. Αν θυμάμαι καλά είχε βγει και μια φορητή σόμπα πετρελαίου χωρίς μπουρί Είχε ένα περίεργο φυστικί γκρι χρώμα ήταν σαν κύλινδρος με πλατύ κεφάλι κάποιο τζαμάκι για να βλέπεις τη φλόγα, πεπλατυσμένη βάση που ήταν μάλλον το δοχείο του πετρελαίου.κι ένα συρμάτινο χερούλι για τη μεταφορά. Πρέπει να την έλεγαν Αλλαντίν. Ή με σόμπες κουκουνάρες. Τις θυμάστε τις κουκουνάρες: που κοκκίνιζαν και πυρωνόντουσαν. Άσε που έπεφταν συνέχεια και κινδύνευες να καείς σα λαμπάδα. Το καλώδιο της ήταν απ έξω μαυρόασπρο σαν σκοινένιο κι από μέσα είχε τα καλώδια. Τα φις συφοριασμένα, πορσελάνη βακελίτης και βίδες ασπρόμαυρο το θηλυκό που έμπαινε στη σόμπα και το άλλο καφέ το αρσενικό για την πρίζα του τοίχου. Τα ίδια καλώδια είχαν και τα ηλεκτρικά σίδερα και οι ψηστιέρες οι στρογγυλές οι αλουμινένιες που έψηνε η μάνα μας μπριζόλες μπιφτέκια και παϊδάκια, όχι παιδάκιο. Γιατί στο χασάπικο της γειτονιάς έγραφε ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΠΑΙΔΑΚΙΑ ΜΕ ΤΟ ΚΙΛΟ χωρίς διαλυτικά και είχα την αίσθηση ότι ο χασάπης ήταν ανθρωποφάγος.
Τα αστικά λεωφορεία ήταν θυμάμαι Σκανια Βάμπις, Σκόντα, Βόλβο κι αργότερα Βritish Leyland και ΗΙΝΟ αυτόματα. Είχαν τη μηχανή μέσα και ήταν συνήθως καλυμμένη με μπλέ δερμάτινα καπιτονέ καλύμματα. Βόγκαγαν κάθε φορά που ο οδηγός άλλαζε ταχύτητα.Θυμάμαι κι ένα μοχλό πάνω στο ταμπλώ που το τράβαγε ο οδηγός φρενάροντας, μάλλον για υποβοήθηση. Κάτι για κλαπέτο λέγανε. Καμμιά φορά είχε και μια θέση μπροστά δεξιά δίπλα στη μηχανή που ηταν η καλύτερη για τα παιδικά μας όνειρα. Υπήρχε και εισπράκτορας στριμωγμένος δίπλα στην πίσω πόρτα με το κλασσικό γκρί καπέλο με το γείσο, ένα πρωτόγονο μικρόφωνο κι έλεγε τις στάσεις ή φώναζε τέρμα τα μία και είκοσι. Πλάκα είχε που αναρωτιόμασταν τι στο διάολο σημαίνει εκείνο το φεε πλεες που έλεγε. Προσπαθούσαμε να αποκωδικοποιήσουμε μέχρι που ένα επιβάτης που γελούσε με την απορία μας και μας εξήγησε. Αυτό φεε πλεες σήμαινε Φύγε πλήρης. Δηλαδή να μη σταματησει στη στάση γιατί δεν χώραγε άλλους επιβάτες. Θυμάστε εκείνες τις κερματοθήκες που έβαζε τα κέρματα και που τώρα τελευταία ξανάγιναν της μόδας; Τις πινακίδες που έγραφαν Όρθιοι 45 Καθήμενοι 26 , ή Μη κύπτετε έξω ή Απαγορεύεται το πτύειν, ή Μη ομιλείτε εις τον οδηγόν εφ όσον το όχημα ευρίσκεται εν κινήσει και την ανάγλυφη ταμπέλα Αμαξώματα Ταγκαλάκης ή Βιαμαξ Κάποια είχαν κι ένα εικόνισμα της Παναγίας κι ένα κόκκινο καντηλάκι μπροστά και ψηλά.
Τα κίτρινα τρόλευ Lancia και Αλφα Ρομεο. Αργότερα ήρθαν κάτι Ρώσσικα. Τους οδηγούς με τις καφέμουσταρδομπεζ στολές, και τους εισπράκτορες με εκείνο το περίεργο μηχανάκι με τη μανιβέλλα που έκοβε τα εισιτήρια.Το γέλιο που έπεφτε όταν ξεκίναγε και πήγαινες πέρα δώθε σαν Μαριονέτα . Αν δεν κρατιόσουν απ τα χερούλια τα κρεμασμένα κάτι κιτρινωπά κοκκάλινα θα έβγαινες απ το παράθυρο.Μόνο εκείνοι οι εισπράκτορες ρε παιδάκι μου δεν έπεφταν με τίποτε. Είχαν βρεί το κουμπί και κράταγαν την ισορροπία τους κάτω απ όλες τις συνθήκες.
Θυμάμαι κάτι γκρίζα αμερικάνικα πελώρια ταξί Chevrolet, Dodge, Oldsmobile με τα καθισματάκια που έπεφταν από τις πλάτες των μπροστινών καθισμάτων, που γυρόφερναν ή άραζαν στις πιάτσες.
Το γάλα μας το έφερνε ο γαλατάς ή μέσα σε γυάλινα μπουκάλια με αλουμινένια καπάκια ή μας το άδειαζε από μεγάλες καρδάρες στην κατσαρόλα στην εξώπορτα.
Οι κολώνες του πάγου που τις έφερνε ο παγοπώλης με την τρίκυκλη μοτοσυκλέτα του και τις κουβάλαγε με εκείνο το περίεργο εργαλείο γάντζο , αργοέλιωναν στο κεφαλόσκαλο. Και η βρύση του ψυγείου είχε στο στόμιο της τυλιγμένο ένα λευκό τουλπάνι σα φίλτρο. Που ηλεκτρικά ψυγεία. Αργότερα θυμάμαι κάτι ΠΙΤΣΟΣ ΙΖΟΛΑ και ΚΕΛΒΙΝΕΙΤΟΡ. Πολύ μικρό παιδί γύρω στα 5 6 ήμουνα όταν βγήκε μια διαφήμιση για ηλεκτρικά ψυγεία ΑΛΠΕΙΣ. Ένας αέρας δυαντός που σφύριζε και μια φωνή αντρική βαρια να λέειε αργά αργά και υποβλητικά. ?λπεις Αιώνια παγωμένα βουνά για να συνεχίζει μετά τη διαφήμιση για το ψυγείο. Ουδέποτε την άκουσα. Με το που άκουγα τη φωνή ?λπεις αιώνια παγωμένα βουνά, πάθαινα την πλάκα μου εξαφανιζόμουν από το ραδιο΄φωνο μέχρι να τελιώσει. Μια φοβία άνευ προηγουμένου.Εμεις πήραμε Ιζολα. Κάποιων κυβικών ποδών. Έτσι μέτραγαν την χωρητικότητα τότε. Έζησε αξιοπρεπέστατα για 45 χρόνια, μετά αποσύρθηκε και αντικαταστάθηκε με ένα καινούργιο γιατι έπαθε παγοφραγμο έτσι μας είπαν και δεν ήταν συμφέρουσα η αλλαγή μοτέρ. ?σε που δεν έβρισκες. Πάει καλλιά του.
αρακάτω το περίπτερο. Το κανονικό περίπτερο όχι το μίνι μάρκετ που λέγεται περίπτερο. Στο πίσω μέρος το πορτάκι για να μπαινοβγαίνει ο περιπτεράς. Είχε βγει και ανέκδοτο σχετικό. Τι είναι αυτό που μπαίνει με το κεφάλι και βγαίνει με τον κώλο; Ο περιπτεράς. Και το κλασσικό ερώτημα που στο διάολο κατουράνε οι περιπτεράδες. Κατακίτρινο με σπάγκους δεμένους γύρω γύρω για να κρεμιούνται τα περιοδικά χαμηλά κάτω απ τη μέση κι οι εφημερίδες ψηλά πάνω απ το κεφάλι σου, κάτω απ την τέντα που διαφήμιζε Αλγκον Χρωπεί. Και στο πλάι πινακίδα μάυρη χαραγμένη «Τηλεφωνον δια το κοινόν» και δίπλα χαρτόνι κι επάνω του γραμμένο με το χέρι «Όχι από μηδέν», μη τυχόν και έπαιρνε κανένας υπεραστικό, με συσκευές ή μαύρες με μεταλλικό δίσκο ή κάτι γκρίζες που το ακουστικό έμπαινε κάθετα πάνω απ το δίσκο. Έκανες το τηλέφωνο και πλήρωνες μια δραχμή. Το τηλέφωνον δια το κοινόν ήταν πράγματι δια το κοινόν αφού ο περιπτεράς φώναζε και την Σούλα στο απέναντι υπόγειο ή τη Λίτσα απ το κομμωτήριο όταν την έπαιρνε τηλέφωνο ο Λάκης ο ναύτης που είχε έξοδο. Βέβαια υπήρχαν και τηλεφωνικοί θάλαμοι του ΟΤΕ κάτι μπλέ με γκρι πόρτες που ζύγιζαν ένα τόνο. Και με μια λάμπα σκέτη κολοφωτιά. Με συσκευή πρασινοκιτρινοχακί με κάθετα το δίσκο και τον κερματοδέκτη που έπαιρνε χαραγμένα κέρματα που αγόραζες απ το περίπτερο. Αλλά δεν τα πολυχρησιμοποιούσε ο κόσμος αφού τα περισσότερα είχαν μετατραπεί σε δημόσια ουρητήρια. Ούτε να πλησιάσεις απ τη μπόχα. Αργότερα, πολύ αργότερα έγιναν γυάλινοι οι θάλαμοι κι άναβε αυτόματα το φώς. Νέον μάλιστα. Είχαν και τηλεφωνικό κατάλογο μέσα, που μονίμως όμως του έλειπαν σελίδες.
11/12/2012
Ήρθαμε σ αυτόν τον κόσμο με κλάματα. Κάποιοι λένε πως
κλαίμε γιατι αντιλαμβανόμαστε σε τι κόσμο ήρθαμε να ζήσουμε.. Ήρθαμε κλαμένοι
με κλειστά μάτια. Μας τύλιξαν σε ένα κάμποτο και μας απίθωσαν στην αγκαλιά της
μάνας μας για να μας ταίσει να μας χαιδέψει και να κλάψει μαζί μας. Να κλάψει
και να χαρεί βλέποντας μας να μεγαλώνουμε να παίρνουμε ποδαράκι να αρθρώνουμε
τις πρώτες συλλαβές να χαμογελάμε
Ήρθαμε στη ζωή κάποια χρόνια μετά απ τη στιγμή που η
πατρίδα μας άρχισε να στέκεται στα πόδια της μετά από ένα παγκόσμιο πόλεμο κι
ένα αδελφοκτόνο εμφύλιο Με δυσκολίες με ελλείψεις και με πλήρη άγνοια κινδύνου
για το τι μας περίμενε στην κάθε στιγμή της ζωής μας. . Σύμφωνα με τις
στατιστικές, αυτοί από εμάς που ήμασταν παιδιά τις δεκαετίες του 50 60 και 70 πιθανόν δεν θα έπρεπε να είχαμε
επιζήσει.
Δεν νομίζω να υπάρχει πιο ακριβής περιγραφη των δεκαετιών
αυτών όπως αυτή των παρακάτω στίχων,
Τα
πιο ωραία λαϊκά
σε σπίτια με μωσαϊκά
τα είχαμε χορέψει
γαλάζιο γύψο η οροφή
και τα τακούνια μου καρφί
κι από την πρώτη την στροφή,
το στόμα εγώ το `χα λατρέψει.
Κορίτσια αγόρια σ’ ένα χωλ
και τα φιστίκια μες το μπολ
κι οι γέροι στη βεράντα
με το ρυθμό της μουσικής
και με μπλου τζην Αμερικής
μια εφηβεία επιεικής
που γίνεται σαράντα.
Δε γυρνάνε λέμε, πίσω ποτέ,
τα καλά παιδιά σ’ εκείνα τα χρόνια
έρωτά μου τώρα πληγωμένε μου αητέ
στάχυα είμαστε στου χρόνου τ’ αλώνια.
Έλα μην κλαις,
μη μου κλαις σε γιάτρεψα
λύπες και αγάπες παλιές ανάτρεψα.
Έλα μην κλαις
μη μου κλαις στ’ ορκίζομαι
για παραισθήσεις καλές φημίζομαι.
Τα πιο ωραία λαϊκά
σε σπίτια με μωσαϊκά
τα είχαμε χορέψει
γαλάζιο γύψο η οροφή
και τα τακούνια μου καρφί
αλλά χωρίς επιστροφή.
Τις πιο ωραίες Κυριακές
με λεμονάδες σπιτικές
τις είχαμε δροσίσει
με το Δομάζο αρχηγό
και το Σιδέρη κυνηγό
γιατ’ ήσουν Ένωση και εγώ
με χωρισμό σ’ είχα φοβίσει.
Μετά μας πήγε Αριστερά
το περιβόλι κι η χαρά
και πήραμε το Βήμα
στο πρώτο υπόγειο του Κουν
και στην Επίδαυρο που ακούν
Θεούς κι ανθρώπους να νικούν
τα πάθη και το χρήμα
σε σπίτια με μωσαϊκά
τα είχαμε χορέψει
γαλάζιο γύψο η οροφή
και τα τακούνια μου καρφί
κι από την πρώτη την στροφή,
το στόμα εγώ το `χα λατρέψει.
Κορίτσια αγόρια σ’ ένα χωλ
και τα φιστίκια μες το μπολ
κι οι γέροι στη βεράντα
με το ρυθμό της μουσικής
και με μπλου τζην Αμερικής
μια εφηβεία επιεικής
που γίνεται σαράντα.
Δε γυρνάνε λέμε, πίσω ποτέ,
τα καλά παιδιά σ’ εκείνα τα χρόνια
έρωτά μου τώρα πληγωμένε μου αητέ
στάχυα είμαστε στου χρόνου τ’ αλώνια.
Έλα μην κλαις,
μη μου κλαις σε γιάτρεψα
λύπες και αγάπες παλιές ανάτρεψα.
Έλα μην κλαις
μη μου κλαις στ’ ορκίζομαι
για παραισθήσεις καλές φημίζομαι.
Τα πιο ωραία λαϊκά
σε σπίτια με μωσαϊκά
τα είχαμε χορέψει
γαλάζιο γύψο η οροφή
και τα τακούνια μου καρφί
αλλά χωρίς επιστροφή.
Τις πιο ωραίες Κυριακές
με λεμονάδες σπιτικές
τις είχαμε δροσίσει
με το Δομάζο αρχηγό
και το Σιδέρη κυνηγό
γιατ’ ήσουν Ένωση και εγώ
με χωρισμό σ’ είχα φοβίσει.
Μετά μας πήγε Αριστερά
το περιβόλι κι η χαρά
και πήραμε το Βήμα
στο πρώτο υπόγειο του Κουν
και στην Επίδαυρο που ακούν
Θεούς κι ανθρώπους να νικούν
τα πάθη και το χρήμα
Στις παλιές μονοκατοικίες που ζούσαμε δεν είχαμε τα
πάντα. Πολλά έλειπαν κι άλλα ήταν γεμάτα κινδύνους. Οι κούνιες μας ήταν
βαμμένες με γυαλιστερή λαδομπογιά με βάση το μόλυβδο. Το νέφτι που τις αραίωναν
βρώμαγε τρεις γειτονιές μακριά. Τα πατώματα είχαν μωσαϊκό που σου περόνιαζε τα
κόκκαλα άλλο σε κόκκινη απόχρωση κι άλλο κυρίως στα σαλόνια σε μαύρη για
αίσθηση πολυτέλειας. Οι κρεβατοκάμαρες είχαν
ξύλινα πατώματα άγρια.- που να βρεθεί παρκέ διαρκείας εκείνη την εποχή- που τα
γυάλιζαν με παρκετίνη, αν θυμάμαι καλά ήταν Johnson ή κάτι παρόμοιο, με κάτι βαριές σιδερένιες παρκετέζες με
χοντρή τσόχα από κάτω, Υπήρχαν επαγγελματίες που έκαναν αυτή τη δουλειά.
Παρκετατζήδες που ερχόντουσαν στα σπίτια απ τα άγρια χαράματα άπλωναν την
παρκετίνη στο πάτωμα και γυάλιζαν με τις
ώρες. Καθρέφτης το πάτωμα αλλά η μυρωδιά σε σκότωνε.Όσο γι εμας κάθε τόσο
αγκίθες καρφωνόντουσαν στις ξυπόλητες πατούσες μας. Βλέπετε το χούι της
ξυπολισιάς η πιτσιρικαρία δεν το αποβάλλει ποτέ της.
Εκείνα τα όχι τόσο ανέμελα για τους δικούς μας χρόνια με έλλειψη στοιχειωδών φαρμάκων, οι παιδικές αρρώστιες έκαναν θραύση. Κάθε τόσο
κι ένας φίλος ή συμμαθητής πάθαινε ιλαρά, κοκκύτη, μαγουλάδες, ανεμοβλογιά.
Ακόμα και οστρακιά. Ένα εξανθηματικό νόσημα παρόμοιο με την ανεμοβλογιά που σου
ανέβαζε τον πυρετό σαράντα.Οι γειτόνισσες τολέγανε η μια στην άλλη ο Κωστάκης
μου έβγαλε παραμαγούλες. Μαγουλάδες δηλαδή. Αντιβίωση ούτε για δείγμα βέβαια. Αν θυμάμαι
καλά οι γονείς μας, η μάνα δηλαδή γιατί
εκείνη ήταν σπίτι αφού ο πατέρας βολόδερνε στη δουλειά απ το πρωι μέχρι το
βράδυ 6 μέρες τη βδομάδα, έπαιρναν απ το
φαρμακείο της γειτονιάς κάτι σκονάκια. Χαρτάκια διπλωμένα με μια άσπρη σκόνη
μέσα. Τι ήταν δεν ξέρω. Την ανακάτευαν με νερό και στην έδιναν με το ζόρι,
πολλές φορές κρατώντας σου τη μύτη κλειστή είτε για να ανοίξεις το στόμα είτε
για να καταπιείς χωρίς να νιώσεις τη γεύση φαρμάκι και την ελεεινή μυρωδιά. Κι
εκείνες οι έρημες οι ενέσεις αν χρειαζόταν, ούτε ψύλλος στον κόρφο μας. Έβραζαν
οι γυάλινες σύριγγες μέσα στο κατσαρολάκι με κάτι χοντρές βελόνες, σαν
σακοράφες. Μετά έπαιρναν το μπουκαλάκι με τη σκόνη, την αμπούλα με τον ορό και
το πριονάκι για να της κόψουν το λαιμό, ρούφαγαν τον ορό τον έβαζαν μέσα στο
μουκαλάκι τρυπώντας το κόκκινο λάστιχο – βούλωμα, το ανακάτευαν κουνώντας το μπουκαλάκι, ρούφαγαν το φάρμακο κι ύστερα, το βαμβάκι με το πράσινο οινόπνευμα για την
απολύμανση στο κωλομέρι, μια βαθιά ανάσα, τσουπ η βελόνα στον πισινό κι ύστερα
εκείνο το βλέμμα που έλεγε πονάω αλλά δεν το λέω, αλλά τα γεμάτα δάκρυα μάτια
άλλα μαρτυρούσαν.
Αμ οι έρημες οι βεντούζες. Τα ποτηράκια, το πηρούνι με
τυλιγμένο το βαμβάκι που το βούταγαν στο οινόπνευμα το άναβαν το έβαζαν στο
ποτηράκι για να φύγει ο αέρας κι ύστερα σου κόλλαγαν το ποτηράκι στην πλάτη και
ρούφαγε το δέρμα και κοκκίνιζε κι ύστερα κι άλλο κι άλλο ποτηράκι και βάλε τη
μια βγάλε την άλλη, τέλειωνε κάποια στιγμή η βεντουζοθεραπεία, μια εντριβή στην
πλάτη κουκούλωμα με τις κουβέρτες μια ασπιρίνη διαλυμένη στο κουταλάκι με λίγη
ζάχαρη και νερό γιατί ήταν πικρόξινη η αφιλότιμη και –κοιμήσου τωρα γιατί
ανεβάζεις πυρετό. Κι εκείνα τα θερμόμετρα. Γαιδούρια. Γυάλινα με υδράργυρο, ένα
πεντάλεπτο έκαναν να δείξουν θερμοκρασία και σου πόναγε κι η μασχάλη. Θυμάμαι
που άκουγα βάλτο καλά και μη κουνιέσαι. Τι να μη κουνιέσαι με το παλούκι χωμένο
ση μασχάλη. Τα πρισματικά θερμόμετρα του λεπτού
ήρθαν πολύ αργότερα.
Εκείνες οι μαγουλάδες -τα κουνέλια βγήκαν στο σεργιάνι- θυμάμαι
ένα άσπρο μαντήλι δεμένο κόμπο πάνω στο
κεφάλι που σου πιανε τα μάγουλα κι αν θυμάμαι είχε μέσα ένα βαμβάκι τώρα θα σας
γελάσω βουτηγμένο σε λάδι με χαμομήλι ή κάτι παρόμοιο. Γιατροσόφια των
γιαγιάδων. Και προσοχή στην αρρώστια λέγανε γιατί ήταν επικίνδυνη και μπορεί να μην έκανες
παιδιά μετά.
Δεν είχαμε καπάκια ασφαλείας στα μπουκάλια με τα φάρμακα, δεν είχαμε καν φάρμακα. Μόνο ασπιρίνες Μπαγερ, Αλγκόν Χρωπεί, Καλμαλίνη Καλμόλ και θυμάμαι αμυδρά το κινίνο. Πόσες απόπειρες αυτοκτονίας είχαν γίνει με κινίνο εκείνη την εποχή ένα Θεός ξέρει. Κι έπρεπε να σου κάνουν κι ένα μπανιο για να πέσει ο πυρετός. Πως είπατε;Θερμοσίφωνα; Αν υπήρχε κανένας προπολεμικός με ξύλα είχε καλώς, αλλιώς κατσαρόλα, σκάφη,ένα μεταλλικό κύπελλο για το ξέβγαλμα, Ο απαραίτητος καυγάς γιατι το σαπούνι έτσουζε τα μάτια, -σιγά μην είχαμε σαμπουάν- τύλιγμα με την πετσέτα που είχαν προβλέψει να τη βάλουν πάνω σε μια καρέκλα με πλάτη στη σόμπα για να είναι ζεστή, αγκαλιά και στο κρεββάτι για σκούπισμα καλό καλό και στέγνωμα τα μαλλιά με άλλη πετσέτα. Πιστολάκι είπατε; Ποιό πιστολάκι; Όποιος ήταν τυχερός κι είχε κανένα συγγενή στην Αμερική μπορεί να είχε κανένα προιστορικό καφέ σκούρο- μανία με το καφέ χρώμα- αλλά στα 110 βολτ όπότε χρειαζόταν μετασχηματιστής 110-220 που όμως και ακριβός ήταν και ζύγιζε κανένα πεντόκιλο, άσε δε που πυρακτωνότανε και που να τον ακουμπήσεις. Πετσέτα λοιπό κι άγιος ο Θεός.
Δεν είχαμε καπάκια ασφαλείας στα μπουκάλια με τα φάρμακα, δεν είχαμε καν φάρμακα. Μόνο ασπιρίνες Μπαγερ, Αλγκόν Χρωπεί, Καλμαλίνη Καλμόλ και θυμάμαι αμυδρά το κινίνο. Πόσες απόπειρες αυτοκτονίας είχαν γίνει με κινίνο εκείνη την εποχή ένα Θεός ξέρει. Κι έπρεπε να σου κάνουν κι ένα μπανιο για να πέσει ο πυρετός. Πως είπατε;Θερμοσίφωνα; Αν υπήρχε κανένας προπολεμικός με ξύλα είχε καλώς, αλλιώς κατσαρόλα, σκάφη,ένα μεταλλικό κύπελλο για το ξέβγαλμα, Ο απαραίτητος καυγάς γιατι το σαπούνι έτσουζε τα μάτια, -σιγά μην είχαμε σαμπουάν- τύλιγμα με την πετσέτα που είχαν προβλέψει να τη βάλουν πάνω σε μια καρέκλα με πλάτη στη σόμπα για να είναι ζεστή, αγκαλιά και στο κρεββάτι για σκούπισμα καλό καλό και στέγνωμα τα μαλλιά με άλλη πετσέτα. Πιστολάκι είπατε; Ποιό πιστολάκι; Όποιος ήταν τυχερός κι είχε κανένα συγγενή στην Αμερική μπορεί να είχε κανένα προιστορικό καφέ σκούρο- μανία με το καφέ χρώμα- αλλά στα 110 βολτ όπότε χρειαζόταν μετασχηματιστής 110-220 που όμως και ακριβός ήταν και ζύγιζε κανένα πεντόκιλο, άσε δε που πυρακτωνότανε και που να τον ακουμπήσεις. Πετσέτα λοιπό κι άγιος ο Θεός.
Στις πρίζες των
δωματίων, εκείνες τις σκούρες καφέ
τις φτιαγμένες από βακελίτη,-πάλι σκούρο καφέ- ούτε καπάκια ασφαλείας ούτε τίποτε. Κανονικές
πρίζες, ούτε ασφαλείας ούτε σούκο βέβαια. Θυμάστε τους στριφογυριστούς
διακόπτες που άναβαν το φωτιστικό; Καφέ κι αυτοί. Ποιό φωτιστικό δηλαδή ή το
γλόμπο με το μπαγιονετ ντουϊ και το στριφτό καλώδιο ή άντε κανένα πολύφωτο στο
σαλόνι- τη σάλα που λέγανε κάποιοι- το κατ εξοχήν ψυγείο του σπιτιού που κανείς
δεν πάταγε, παρά μόνο σε καμμιά γιορτή, γιατί
έκανε βρωμόκρυο του κερατά, άντε και καμια πλαφονιέρα στην κρεββατοκάμαρα
αγορασμένα με δόσεις απ το μαγαζί της γειτονιάς με τα γυαλικά.Δύο τέτοια
μαγαζιά είχε η γειτονιά το ένα ήταν μεγαλύτερο, πούλαγε και ποδήλατα και το
καλοκαίρι έβαζε και πούλμαν για μπάνιο στο Καβούρι και κάθε Τετάρτη στη Ραφήνα.
Από θέρμανση απελπισία, Ζεσταινόμασταν με σóμπες με ξύλα η με κάρβουνο, κοκ, λιθάνθρακα, ή με θερμάστρες πετρελαίου που βρωμοκοποπούσαν κι έζεχναν κι ανοίγαμε τα παράθυρα χειμωνιάτικα. Αν θυμάμαι καλά είχε βγει και μια φορητή σόμπα πετρελαίου χωρίς μπουρί Είχε ένα περίεργο φυστικί γκρι χρώμα ήταν σαν κύλινδρος με πλατύ κεφάλι κάποιο τζαμάκι για να βλέπεις τη φλόγα, πεπλατυσμένη βάση που ήταν μάλλον το δοχείο του πετρελαίου.κι ένα συρμάτινο χερούλι για τη μεταφορά. Πρέπει να την έλεγαν Αλλαντίν. Ή με σόμπες κουκουνάρες. Τις θυμάστε τις κουκουνάρες: που κοκκίνιζαν και πυρωνόντουσαν. Άσε που έπεφταν συνέχεια και κινδύνευες να καείς σα λαμπάδα. Το καλώδιο της ήταν απ έξω μαυρόασπρο σαν σκοινένιο κι από μέσα είχε τα καλώδια. Τα φις συφοριασμένα, πορσελάνη βακελίτης και βίδες ασπρόμαυρο το θηλυκό που έμπαινε στη σόμπα και το άλλο καφέ το αρσενικό για την πρίζα του τοίχου. Τα ίδια καλώδια είχαν και τα ηλεκτρικά σίδερα και οι ψηστιέρες οι στρογγυλές οι αλουμινένιες που έψηνε η μάνα μας μπριζόλες μπιφτέκια και παϊδάκια, όχι παιδάκιο. Γιατί στο χασάπικο της γειτονιάς έγραφε ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΠΑΙΔΑΚΙΑ ΜΕ ΤΟ ΚΙΛΟ χωρίς διαλυτικά και είχα την αίσθηση ότι ο χασάπης ήταν ανθρωποφάγος.
Έμπαιναν τα κρεατικά στη σχάρα με αλάτι πιπέρι ρίγανη
και η
αντίσταση γινόταν κατακκόκκινη και τα έψηνε….. Έτρεχαν τα λίπη και τα
ζουμια στον πάτο της ψηστιέρας κι ύστερα μόλις το κρέας ετοιμαζόταν κι έβγαινε
κι έμπαινε στην πιατέλα, εκείνο το ζουμί στον πάτο γινόταν η νοστιμότερη παπάρα.
Ποιος δεν βούτηξε ολόκληρη φέτα ψωμί να ποτίσει και να μη τη φάει μετά με
βουλιμία. Και δώστου ξανά άλλη φέτα
ψωμί. Ποιες χοληστερίνες και ποια λιπίδια. Κι η ψηστιέρα γυάλιζε μετά λες και
την είχες πλύνει με το πιο δυνατό καθαριστικό. Θυμάμαι τα λίπος γύρω απ την
μπριζόλα που ξεροψηνόταν και γινόταν η πιο τραγανιστή λιχουδιά. Να σου τρέχουν
τα σάλια. Κι όλο άκουγες να σου λένε -Μην τρως αυτές τις αηδίες. Τι λες μωρε;
Παιδί και δεν θα τo
φάω τώρα; Πότε θα τo
φάω αμα γεράσω και δεν κάνει;
Να μη πω για τη ντοματοσαλάτα με την κατακόκκινη
αυθεντική ντομάτα,αληθινή ντομάτα όχι ντομάτα δήθεν βιολογική άγευστη και
σκληρή, το αγγούρι που μύριζε αγγούρι,
το λάδι που ήταν λάδι πραγματικό. Ελαιόλαδο όχι βαλβολίνη, τη ρίγανη, το
κρεμμύδι που σου έκαιγε τη γλώσσα και τα ρουθούνια και δάκρυζες. Τη βαρελίσια
φέτα από πάνω πασπαλισμένη με ριγανίτσα. Κι ας ήταν απ το μπακάλη Ίσως και
ραπανάκια δίπλα, χωριστά για την όρεξη
κρύα και βρεμένα απ το πλύσιμο.
Ας πεί κάποιος ότι στο τέλος δεν ρούφαγε το περίσσευμα με τα ψιχουλάκια μέσα απ τη
σαλατιέρα. Ψέμματα. Δεν υπάρχει κανένας που να μη το έχει κάνει έστω και μια
φορά στη ζωή του.
Έβγαζαν και τη
μουστάρδα για όποιον ήθελε στο βαζάκι με ένα τόσο δα μικρούλι κουταλάκι. Δεν
ήταν για χόρταση αλλά για νοστιμιά Θυμάμαι κατι κατακίτρινα λεμόνια που έβγαζαν χυμό όσο τα
έστιβες. Και μοσχομύριζαν. Δεν ξέρω αλλά εγώ λάτρευα να ρίχνω αλάτι και λεμόνι
όσο γινόταν πάνω στα ψητά, μέχρι να μισοκλείσουν τα μάτια μου απ την ξινίλα και
την αρμύρα. Τόσο το λάτρευα.
Και βέβαια τι να σου κάνουν οι μπριζόλες μόνο . Αν δεν
είχες και μια μακαρονάδα Μίσκο Νο6 με κατακόκκινη σάλτσα και τριμμένο
κεφαλίσιο, αλλά πραγματικό κεφαλίσιο όχι σκληρό τυρί Δανίας ή Γερμανίας.
Κεφαλίσο με το Κ κεφαλαίο. Και πιθανόν άμα είχε κέφι η γιαγιά έφτιαχνε μαζί και
κρέας κοκκινιστό. Μυαλό. Έλιωνε. Κι η
τρέλλα μου. Αν καμιά φορά κόλλαγε λίγο το κρέας στον πάτο της κατσαρόλας, της
κατσαρόλας όχι της χύτρας, τότε το έξυνα με το πηρούνι, το κολλημμένο το
καμμένο και του άλλαζα τα φώτα.
Παγωμένο κρασί για τους μεγάλους. Θες ρετσίνα, θες
αρετσίνωτο Δεμέστιχα κατα προτίμηση και φρέσκο ψωμί ζεστό. Ψωμί χωρίς
διογκωτικά και άλλες αηδίες. Ψωμί με γεύση ψωμιού. Να βουτάς στη σαλάτα στη
σάλτσα και να το ρουφάς πριν το καταπιείς. Να μη πω για το ιμάμ, τα
παπουτσάκια, το παστίτσιο ή το μουσακά με δέκα πόντους χειροποίητη μπεσαμέλ που
ήθελε πολλή ώρα και πολλά σκεύη και δώστου ανακάτεμα και ξανά ανακάτεμα.
Τα γεμιστά. Τι να πείς για τα γεμιστά. Ντομάτες και
πιπεριές με ρύζι. Όχι με κιμά. Με ρύζι, αλλά ρύζι που το φτιαχαν με μεράκι
νοικοκυρές σιγά σιγά και με τρόπο. Εμένα μου άρεσαν παγωμένες. Τώρα γιατί δεν
ξέρω. Αλλά τις προτιμούσα απ το ψυγείο.
Και μετά φρούτα. Φρούτα που το καθένα είχε τη δική του
μυρωδιά και τη χαρακτηριστική γεύση του. Όχι περίπου. Ποιος δεν ένιωσε ζουμι
από γιαρμά στο πηγούνι και το λαιμό του. Ποιος δεν έφαγε πορτοκάλι Μέρλιν,με το
βυζί και τα μικρά φετάκια μέσα, τα παιδάκια όπως τα λέγαμε, που ήταν γλύκα
μέλι. Ντόλτσια, ή σαγκουίνια, Μήλα Μπανανέ ή ξινα μπελφόρ. Μήλα με γεύση μήλο όχι άχυρο. Ούτε ακτινίδια,
ούτε λωτούς και άλλα εξωτικά. Καρπούζια. Ή σκούρα πράσινα ή Αμερικάνικα ριγέ.
Έβαζε το μαχάιρι το μεγάλο το πριονωτό άρχιζες να κόβεις και το άκουγες να
τρίζει και μετά να ανοίγει μόνο του.Λίγο τα χέρια έβαζες στο άνοιγμα το άνοιγες
κα με ένα κρακ χώριζε στα δύο. Και βέβαια η καρδια για το παιδί. Η καρδιά
γλυκιά και ζουμερή. Σκέτη αμβροσία. Καμμιά φορά θυμάμαι αν ήταν πολύ ώριμο
έπαιρνε η μάνα μου τα κομμάτια, τα έβαζε σε ένα μηχάνημα που έφτιαχνε πουρέ τις
πατάτες γύριζε τη μανιβέλα κι έβγαζε καρπουζάδα, Ένα σουρωτήρι στο ποτήρι και ο
χυμός καρπούζι ήταν γεγονός. Πεπόνια Αργίτικα. Μέλι. Κι αν ήταν καμμια φορά,
σπάνια, άγλυκο, έριχνε η γιαγιά πάνω λίγη ζάχαρη και τόφερνε στα ίσα του. Εϊχα
ένα μπάρμπα Θεός σχωρέστον έριχνε μια πρέζα αλάτι.
Αμ οι φράουλες. Τα κεράσια. Τα βύσσινα με μια διαδικασία
απίστευτη, που τα καθαρίζανε και τα πλένανε και γινόντουσαν τα χέρια βυσσινί κι
έβγαζαν το κουκούτσι με τη φουρκέτα για να είναι έτοιμο για γλυκό. Βρασίματα
ζάχαρες, ξαφρίσματα, στο τέλος έβγαζαν δυό τρία βάζα γλυκό βύσσινο με πηχτό διάφανο γλυκόξινο σιρόπι κι
απαραιτήτως ένα μπουκάλι βυσσινάδα που αραίωνες με παγωμένο νερό κι έπινες
νέκταρ των Θεών.
Στο τέλος έτσι για χώνεψη ένα χειροποίητο ζεστό ζεστό
γαλακτομπούρεκο, ή μπακλαβά ή για πιο εύκολα ένα ραβανί ή σάμαλι. Και βέβαια
πάντα ένα κεκ όπως λέγανε το κέικ, με ξύσμα πορτοκαλιού και βανίλια. Όνειρο. Η
γιαγιά μου είχε μια σπεσιαλιτέ. Πορτοκάλι γλυκό. Αλλά όχι μόνο τη φλούδα. Και
τον καρπό. Αυτό δεν ήταν γλυκό ήταν ένα όνειρο. Στην Πόλη μου έλεγε έτσι το
φτιάχναμε.
Στο τέλος απαραίτητα καφεδάκι τούρκικο.Έτσι το λέγανε.
Βαρύ γλυκό. Με φουσκάλες και καιμάκι. Κι άφιλτρο τσιγάρο, που έβγαζε γαλάζια
δαχτυλίδια καπνού. Και μετά τον παίρναμε τον υπνάκο στο καναπεδάκι όπως λέγανε.
Τηλέφωνο δεν είχαμε. Κάποια φορά μετά απο χρόνια που είχαμε κάνει αίτηση
μας έφερε ο ΟΤΕ μια συσκευή μαυρη βαρια με μεταλλικό δίσκο με ένα πράμα σα δίχαλο που ακουμπάγαμε επάνω το
ακουστικό κι είχε ένα κορδόνι μαύρο πλεγμένο κοτσιδα.
Κοικόχρηστα τηλέφωνα είχε ή σε κανένα θάλαμο του ΟΤΕ με κερματοδέκτη με
εκείνες τις μάρκες τις χαραγμένες, ή στο περίπτερο της γειτονιάς, που είχε
κρεμασμένα με μανταλάκια τα περιοδικά μας ο Μικρός Ηρωας κι ο Μικρός Σερίφης,
κι ακόμα το Ρομάντζο, το Πάνθεον, το Ντομινό, η Βεντέττα, το Πρώτο, το Εμπρός.
Ακόμα ζητάω τη σοκολάτα ΙΟΝ αμυγδάλου του ταλήρου, ή τις πρώτες γκοφρέτες ΜΕΛΟ
με τα χαρτάκια με τις φορεσιές και τις σημαίες των χωρών του κόσμου, Η πιο
σπάνια κάρτα ήταν αυτή που είχε στην πρώτη σελίδα Μια Αμαλία με την Ελληνική
σημαία, τότε τη λεγανε θαλασσινή ήταν για τα καράβια. Ψάχναμε απεγνωσμένα. Είχα
ρημάξει τον πατέρα μου με τι ς ΜΕΛΟ έφαγα κούτες για να βρω την κάρτα. Τη βρήκα
συμπλήρωσα το άλμπουμ κι αυτό ήταν.
Ακόμα θυμάμαι το Γλυφιτζούρι κοκοράκι, το μαλλί της γριάς το φρεσκοψημένο
ποπ κορν , τις καραμέλες γάλακτος τις τυλιγμένες στο χρυσό χαρτί, τις
κατακόκκινες καραμέλες τσάρλεστον ,το πεστίλι πέτσα βερίκοκο , το αυθεντικό
παστέλι, και το κάτασπρο μαντολάτο. Ακόμα θυμάμαι τη γεύση απ το καλαμπόκι και
τα κάστανα και συγκινούμαι όταν βλέπω καστανάδες, λίγους πια και καλαμποκάδες
σε κάνα πανηγύρι.
Θυμ?αμαι τα πρώτα μικρά συνοικιακά
λούνα παρκ. με τις βάρκες με τα
σκοινιά. Μπαίναμε δυο δύο τράβα ο ένας το σκοινί που κρεμόταν από πάνω μας,
τράβα ο άλλος και πήγαινε πέρα δώθε η βάρκα κι όσο πιο δυνατά τόσο πιο ψηλά. Τρέλλα Ίλιγγος ζαλάδα κι οι
μανάδες να ωρύονται , πιο σιγά κι άμα κατέβεις θα σε τσακίσω στο ξύλο. Ποιός
άκουγε μεσα στη ζάλη του παιχνιδιού.
Κάτι απίστευτα συγκρουόμενα. Χαλασμός. Ξεφώνιζε ο υπέυθυνος όχι μετωπικά
όχι μετωπικά. Μας έβαζαν και ζώνη ασφαλείας υποχρεωτικά μη φύγει κανένας κι
απογειωθεί.
Ο γύρος του θανάτου. Παναγίτσα μου τι θέαμα κι αυτό με τις μοτοσυκλέτες να
γυρνάνε στη βαρέλα γύρω γύρω και να κάνουν ακροβατικά, σού έφευγε η μαγκιά. Κι
όταν κάποια φορά είδαμε κι ένα μικρό αυτοκινητάκι ξεγυμνωμένο χωρίς οροφή με
ένα κάθισμα, μόνο του οδηγού να κάνει
γύρω τη βαρέλα εκεί πάθαμε πλάκα.
Φεύγαμε απ το λούνα παρκ για το σουβλατζίδικο της γειτονιάς τον ξέραμε με
το όνομα του το σουβλατζή κι εκείνος με το δικό μας. Του κάνε και πλάκα
κάποιοι, Ρε Μήτσο κάτι γάτες που είχες προχτές, τι τις έκανες; Και γελούσε ο
Μήτσος αλλά μέσα του θύμωνε. Σου λέει εγω να ψήσω τη γάτα μου που την αγαπάω;
Χάθηκαν πια εκείνα τα αυθεντικά σουβλάκια με τα ντονέρ και την ξεροψημένη πίτα και το κοκινοπίπερο, το κρεμμύδι τη ντομάτα το τζατζίκι το πραγματικό τζατζίκι το σπιτικό. Θυμάμαι τα παιδικά σουβλάκια. Χωρίς κρέας. Πίτα και γέμιση απ τα υπόλοιπα. Πιο φτηνά ήταν. Αυτορυθμιζόταν η αγορά των σουβλατζίδικων ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των πελατών και την ηλικία τους. Και πορτοκαλάδα, σόδα γκαζόζα ή μπύρα για τους μεγάλους. Η Κόκα κόλα ανύπαρκτη. Αν έβρισκες θα ήταν από κανένα Αμερικάνο ή εργαζόμενο στην βάση του Ελληνικού. Εμείς είχαμε Μπιράλ, σινάλκο και ταμ ταμ. Η κόκα κόλα αργότερα ήρθε.
Χάθηκαν πια εκείνα τα αυθεντικά σουβλάκια με τα ντονέρ και την ξεροψημένη πίτα και το κοκινοπίπερο, το κρεμμύδι τη ντομάτα το τζατζίκι το πραγματικό τζατζίκι το σπιτικό. Θυμάμαι τα παιδικά σουβλάκια. Χωρίς κρέας. Πίτα και γέμιση απ τα υπόλοιπα. Πιο φτηνά ήταν. Αυτορυθμιζόταν η αγορά των σουβλατζίδικων ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των πελατών και την ηλικία τους. Και πορτοκαλάδα, σόδα γκαζόζα ή μπύρα για τους μεγάλους. Η Κόκα κόλα ανύπαρκτη. Αν έβρισκες θα ήταν από κανένα Αμερικάνο ή εργαζόμενο στην βάση του Ελληνικού. Εμείς είχαμε Μπιράλ, σινάλκο και ταμ ταμ. Η κόκα κόλα αργότερα ήρθε.
Τα αστικά λεωφορεία ήταν θυμάμαι Σκανια Βάμπις, Σκόντα, Βόλβο κι αργότερα Βritish Leyland και ΗΙΝΟ αυτόματα. Είχαν τη μηχανή μέσα και ήταν συνήθως καλυμμένη με μπλέ δερμάτινα καπιτονέ καλύμματα. Βόγκαγαν κάθε φορά που ο οδηγός άλλαζε ταχύτητα.Θυμάμαι κι ένα μοχλό πάνω στο ταμπλώ που το τράβαγε ο οδηγός φρενάροντας, μάλλον για υποβοήθηση. Κάτι για κλαπέτο λέγανε. Καμμιά φορά είχε και μια θέση μπροστά δεξιά δίπλα στη μηχανή που ηταν η καλύτερη για τα παιδικά μας όνειρα. Υπήρχε και εισπράκτορας στριμωγμένος δίπλα στην πίσω πόρτα με το κλασσικό γκρί καπέλο με το γείσο, ένα πρωτόγονο μικρόφωνο κι έλεγε τις στάσεις ή φώναζε τέρμα τα μία και είκοσι. Πλάκα είχε που αναρωτιόμασταν τι στο διάολο σημαίνει εκείνο το φεε πλεες που έλεγε. Προσπαθούσαμε να αποκωδικοποιήσουμε μέχρι που ένα επιβάτης που γελούσε με την απορία μας και μας εξήγησε. Αυτό φεε πλεες σήμαινε Φύγε πλήρης. Δηλαδή να μη σταματησει στη στάση γιατί δεν χώραγε άλλους επιβάτες. Θυμάστε εκείνες τις κερματοθήκες που έβαζε τα κέρματα και που τώρα τελευταία ξανάγιναν της μόδας; Τις πινακίδες που έγραφαν Όρθιοι 45 Καθήμενοι 26 , ή Μη κύπτετε έξω ή Απαγορεύεται το πτύειν, ή Μη ομιλείτε εις τον οδηγόν εφ όσον το όχημα ευρίσκεται εν κινήσει και την ανάγλυφη ταμπέλα Αμαξώματα Ταγκαλάκης ή Βιαμαξ Κάποια είχαν κι ένα εικόνισμα της Παναγίας κι ένα κόκκινο καντηλάκι μπροστά και ψηλά.
Τα κίτρινα τρόλευ Lancia και Αλφα Ρομεο. Αργότερα ήρθαν κάτι Ρώσσικα. Τους οδηγούς με τις καφέμουσταρδομπεζ στολές, και τους εισπράκτορες με εκείνο το περίεργο μηχανάκι με τη μανιβέλλα που έκοβε τα εισιτήρια.Το γέλιο που έπεφτε όταν ξεκίναγε και πήγαινες πέρα δώθε σαν Μαριονέτα . Αν δεν κρατιόσουν απ τα χερούλια τα κρεμασμένα κάτι κιτρινωπά κοκκάλινα θα έβγαινες απ το παράθυρο.Μόνο εκείνοι οι εισπράκτορες ρε παιδάκι μου δεν έπεφταν με τίποτε. Είχαν βρεί το κουμπί και κράταγαν την ισορροπία τους κάτω απ όλες τις συνθήκες.
Θυμάμαι κάτι γκρίζα αμερικάνικα πελώρια ταξί Chevrolet, Dodge, Oldsmobile με τα καθισματάκια που έπεφταν από τις πλάτες των μπροστινών καθισμάτων, που γυρόφερναν ή άραζαν στις πιάτσες.
Κι οι πειρατές, «ένα διφραγκάκι Σύνταγμα» τους έκοβαν το μεροκάματο.
Ποιος να έχει τότε Ι.Χ Οι λίγοι τυχεροί αγόραζαν VW σκαραβαίους, ή μεταχειρισμένα Consoul Cortina, Hansa, Wartburg, FIAT 1100, Opel Olympia. Θυμάστε τα Anglia με το περίεργο πίσω τζάμι που είχε κλίση προς τα μέσα, τα Peugeot 403, τα Renault 10…….. ¨η το Simca 1000, με τα ανύπαρκτα καλοριφέρ και τα λιγνά λάστιχα και τις ταχύτητες στο χέρι. Ένας γείτονας είχε ένα γιο. Δεκαοχτάχρονος τότε μαγκάκος και περπατημένος ήθελε αμάξι αλλά ο πατέρας του δεν του το έδινε. Για να διασφαλιστεί δε, έβγαζε ένα πίρο κι έπαιρνε το λεβιέ σπίτι. Σιγά μη κόλωνε ο πιτσιρικάς. ?νοιγε το Φιατάκι με ένα συρματάκι. Είχε βρεί κι ένα δυο καδρονάκια κι ένα ξύλινο πίρο, σφήνωνε τον πρόχειρο λεβιέ έβαζε μπροστά πανεύκολα με κάποιο τρόπο που δεν ξέρω και γύρναγε με τις γκομενίτσες. Κι ο πατέρας του αυτό που λέμε τον ύπνο του δικαίου. Που νά ήξερε.
Ποιος να έχει τότε Ι.Χ Οι λίγοι τυχεροί αγόραζαν VW σκαραβαίους, ή μεταχειρισμένα Consoul Cortina, Hansa, Wartburg, FIAT 1100, Opel Olympia. Θυμάστε τα Anglia με το περίεργο πίσω τζάμι που είχε κλίση προς τα μέσα, τα Peugeot 403, τα Renault 10…….. ¨η το Simca 1000, με τα ανύπαρκτα καλοριφέρ και τα λιγνά λάστιχα και τις ταχύτητες στο χέρι. Ένας γείτονας είχε ένα γιο. Δεκαοχτάχρονος τότε μαγκάκος και περπατημένος ήθελε αμάξι αλλά ο πατέρας του δεν του το έδινε. Για να διασφαλιστεί δε, έβγαζε ένα πίρο κι έπαιρνε το λεβιέ σπίτι. Σιγά μη κόλωνε ο πιτσιρικάς. ?νοιγε το Φιατάκι με ένα συρματάκι. Είχε βρεί κι ένα δυο καδρονάκια κι ένα ξύλινο πίρο, σφήνωνε τον πρόχειρο λεβιέ έβαζε μπροστά πανεύκολα με κάποιο τρόπο που δεν ξέρω και γύρναγε με τις γκομενίτσες. Κι ο πατέρας του αυτό που λέμε τον ύπνο του δικαίου. Που νά ήξερε.
Το γάλα μας το έφερνε ο γαλατάς ή μέσα σε γυάλινα μπουκάλια με αλουμινένια καπάκια ή μας το άδειαζε από μεγάλες καρδάρες στην κατσαρόλα στην εξώπορτα.
Οι κολώνες του πάγου που τις έφερνε ο παγοπώλης με την τρίκυκλη μοτοσυκλέτα του και τις κουβάλαγε με εκείνο το περίεργο εργαλείο γάντζο , αργοέλιωναν στο κεφαλόσκαλο. Και η βρύση του ψυγείου είχε στο στόμιο της τυλιγμένο ένα λευκό τουλπάνι σα φίλτρο. Που ηλεκτρικά ψυγεία. Αργότερα θυμάμαι κάτι ΠΙΤΣΟΣ ΙΖΟΛΑ και ΚΕΛΒΙΝΕΙΤΟΡ. Πολύ μικρό παιδί γύρω στα 5 6 ήμουνα όταν βγήκε μια διαφήμιση για ηλεκτρικά ψυγεία ΑΛΠΕΙΣ. Ένας αέρας δυαντός που σφύριζε και μια φωνή αντρική βαρια να λέειε αργά αργά και υποβλητικά. ?λπεις Αιώνια παγωμένα βουνά για να συνεχίζει μετά τη διαφήμιση για το ψυγείο. Ουδέποτε την άκουσα. Με το που άκουγα τη φωνή ?λπεις αιώνια παγωμένα βουνά, πάθαινα την πλάκα μου εξαφανιζόμουν από το ραδιο΄φωνο μέχρι να τελιώσει. Μια φοβία άνευ προηγουμένου.Εμεις πήραμε Ιζολα. Κάποιων κυβικών ποδών. Έτσι μέτραγαν την χωρητικότητα τότε. Έζησε αξιοπρεπέστατα για 45 χρόνια, μετά αποσύρθηκε και αντικαταστάθηκε με ένα καινούργιο γιατι έπαθε παγοφραγμο έτσι μας είπαν και δεν ήταν συμφέρουσα η αλλαγή μοτέρ. ?σε που δεν έβρισκες. Πάει καλλιά του.
Δεν ξέρω αν όλα αυτά γράφονται γιατί πέρναγα καλά σαν παιδί ή γιατί
μεγαλώνοντας θυμάμαι τα πιο παλιά. Όποια και να είναι η αιτία αυτά τα έζησα και
τα θυμάμαι έντονα. Χάραξαν το μυαλό την καρδιά και την ψυχή μου.
Χωματόδρομος έξω απ το σπίτι. Κι όταν έβρεχε η λασπουριά πήγαινε σύννεφο.
Οι γαλότσες απαραίτητη συντροφιά στην χειμωνιάτικη καθημερινότητα μας.
Γυαλιστερές μάυρες ούτε ξέρω από τι υλικό ήταν, με τρακτερωτές σόλες και μια
υποτυπώδη επένδυση γούνας εσωτερικά για ζέστη. Μέχρι τη μέση της γάμπας
έφταναν. Λογικό. Το ύψος του νερου και στις χειρότερες νεροποντές που θυμάμαι
άντε να έφτασε τους 10 πόντους. Αν πια γινόταν κατακλυσμός, τότε ποιος σ άφηνε
να κουνήσεις απ το σπίτι; Ούτε για πλάκα, ούτε καν στην αυλή. Μέχρι τη βεράντα
να βλέπω το νερό να πέφτει ασταμάτητο να
λασπώνει το χώμα και να ρέει ασυγκράτητο στα ρυάκια της αυλής μέχρι μια τρύπα
στη βάση της μάντρας και να ξεχύνεται με ορμή στο χωματένιο πεζοδρόμιο…………..
Ψιλόβρεχε εκείνο το χάραμα. Μέσα του Νοέμβρη. Μια
μουντίλα, και μια σκοτεινιά απαισιόδοξη σου ΄δειχνε τη μέρα που ερχόταν.
Ο χωματόδρόμος μπροστά στο σπίτι είχε αρχίσει να λασπώνει. Λακουβίτσες γυάλιζαν
διάσπαρτες εδώ κι εκεί και οι στάλες της βροχής που έπεφταν μέσα τους
δημιουργούσαν ένα μικρό σχεδόν αδιόρατο πίδακα καθώς τάραζαν την ήρεμη
επιφάνεια του νερού. Έβλεπα απ τη χαραμάδα των πατζουριών. Μια κάθετη χαραμάδα
ίσα με ένα δυο πόντους φαρδιά, ανάμεσα στα δυό πατζουρόφυλα. Δεν μου ?κανε κέφι
να ανοίξω να μπει φως. Όχι ακόμα. Έκλεινα πότε το ένα μάτι και πότε
το άλλο παίζοντας με την αλλαγή της γωνίας της όρασης μου.
Η βροχή άρχισε να δυναμώνει. Απ την κατηφόρα της γωνίας
άρχισε να τρέχει ένα ποταμάκι νερό ανάκατα με χώμα. Έσκαγε σε μια πέτρα
στο διάβα του, χώριζε στα δύο και ξαναενωνόταν λίγο παρακάτω γι να συνεχίσει
την καφετιά του ροή διαγώνια στο δρόμο προς την κατηρφόρα του απέναντι στενού.
Ο ουρανός μολύβι και κάπου κάπου μια αστραπή και μετά από λίγο ένα αχνό
μπουμπουνητό. Η καταιγίδα ήταν μακριά ακόμα. Έπαιξα λίγο ακόμα με τα μάτια μου.
?νοιξα το τζαμωτό κι έστειλα τα πατζούρια στα πλάγια. Τα δίπλωσα και τα
μαντάλωσα. Έκλεισα το τζάμωτό ξανά. Η βροχή όλο και δυνάμωνε.
?ρχισαν να λερώνουν τα τζάμια. Η εικόνα του δρόμου άρχισε να παραμορφώνεται
καθώς τον έβλεπες μέσα απ το πρίσμα που δημιουργούσαν οι χοντρές στάλες
της βροχής
Το λεωφορείο που ανέβαινε αγκομαχώντας το
δρόμο έκανε την τελευταία στάση απέναντι. Κάποιοι λιγοστοί επιβάτες
κατέβηκαν και χάθηκαν στα γύρω στενά. Έκανε επιτόπου στροφή κι ήρθε κι
άραξε μπροστά στην καγκελόπορτα. Η μπροστινή πόρτα άνοιξε. Ο οδηγός
σήκωσε το βλέμμα προς τον ουρανό έριξε στο κεφάλι πρόχειρα το σακκάκι του και
κατέβηκε. Διάβηκε το χωματόδρομο βιαστικά αποφεύγοντας τις λακκούβες κι έφτασε στο
απέναντι περίπτερο. Πήρε τσιγάρα. ?νοιγε ήδη το πακέτο καθώς ερχόταν. Μπήκε στο
λεωφορείο. Στάθηκε στα σκαλιά κι άναψε. Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά. Στη στάση
δεν περίμενε ψυχή. Σε πέντε λεπτά θα έφευγε. Έμεινα εκεί όρθιος καπνίζοντας.
Τον έβλεπα απ το παράθυρο που προσπαθούσε να χαλαρώσει πριν ξεκινήσει το
δρομολόγιο. Σχεδόν άκουγα τους χτύπους της καρδιάς του και την ανάσα του. Έριξε
μια ματιά στο ρολόι του. Κοίταξε γύρω γύρω αν υπάρχει επιβάτης. Κούνησε το
κεφάλι, σήκωσε τους ώμους, έκατσε στη θέση του έβαλε μπρός έκλεισε
την πόρτα και ξεκίνησε.
Έτριξε η πόρτα στην κουζίνα πίσω μου. Ο χαρακτηριστικός
ήχος απ το νερό της βρύσης που έπεφτε μέσα στο μπρούτζινο μπρίκι με έκανε να
χαμογελάσω. Ύστερα άναψε η πετρογκάζ. Κι ύστερα από λίγο ο ήχος απ το
κουταλάκι να χτυπάει στα τοιχώματα καθώς ανακάτευε καφέ και ζάχαρη. Το τράβηγμα
της καρέκλας πάνω στο παρκέ, το ακούμπημα του φλυτζανιού στη
φορμάικα του τραπεζιού ό ήχος απ το σπίρτο που άναβε το άφιλτρο «άρωμα» η
ρουφηξιά του καπνού και του φρεσκοψημένου τούρκικου, δήλωνε με τον πιο εμφατικό
τρόπο μια φράση που δεν χρειαζόταν καν να πεις. «Πάω για δουλειά».
Σιγά σιγά
ξημέρωνε. Οι ήχοι δυνάμωναν. Δεν τους άκουγες καθαρά αλλά του ένιωθες σα βόμβο
σα βουητό, σαν κουβέντα ηλικιωμένων σε συνοικιακό . Κάποιες άλλες φωνές,
ακαθόριστες αλλά δυνατές και με ρυθμό σου δήλωναν τον ερχομό του
παγοπώλη, του γαλατά, του παλιατζή, του μανάβη, του παπλωματά, του γανωτζή.
Η μαύρη
μοτοσυκλέτα του Θόδωρου, με το καλάθι δίπλα της φορτωμένο κολώνες πάγο.
Ανέβαινε γλιστρώντας στις λάσπες, πάνω στα λιγνά της λάστιχα. Κι ο αναβάτης της
ξερακιανός και λιπόσαρκος με το χακί καπελάκι στο κεφάλι κι ένα τσουλούφι να
προβάλει στο μέτωπο του, άνοιγε το πλαισιωμένο απ το «εισπρακτορικό»
μουστάκι στόμα του κι έβγαινε η φωνή. Διαπεραστική δυνατή βουερή,
σήκωνε τη γειτονιά στο πόδι. ΠΑΓΟΣ.
Οι πόρτες άνοιγαν
μια μια. Ο Θόδωρος με το πριόνι τεμάχιζε τις κολώνες. Με το γάντζο τις κάρφωνε
και τις κουβάλαγε σε αυλές και κεφαλόσκαλα. Τις απίθωνε πάνω στο τσουβάλι. Για
να πάνε στο ξύλινο ψυγείο, με το λαμαρινένιο αγαλβάνιστο εσωτερικό, με τη βρύση
την ψιλοσκουριασμένη ψηλά και το λευκό τουλπανάκι σα φίλτρο στο στόμιο
της.
Έφευγε ο Θόδωρος
για τις απάνω ρούγες κι ύστερα για το μαγαζί του με τον πάγο και τα κάρβουνα
για το φόρτωμα και το δεύτερο δρομολόγιο.
Στη γωνιά του δρόμου μια ΕΒΓΑ που πούλαγε γάλα, γιαούρτια και παγωτά σε
ψυγεία με μαύρα λαχιστένια καπάκια, και σε μια γωνιά μεταλλικά κουτιά με
γυάλινο επάνω μέρος και μέσα μπισκότα γεμιστά με κρέμα γεύση βανίλλια σοκολάτα
φράουλα και μπανάνα και κουραμπιέδες Μπούσιου αν θυμάμαι τυλιγμένους σε
ημιδιαφανές χαρτί.Τα ρολά της , ανέβηκαν με ένα δυνατό μεταλλικό θόρυβο.
Ξεκλειδώθηκε η τζαμόπορτα με το χρυσό φιλετάκι γύρω γύρω στο τζάμι και
σφηνώθηκε κοντά στον τοίχο με μια ξύλινη σφήνα ανάμεσα στην πόρτα και το
πάτωμα. Ο Εβγατζής κουβάλαγε μέσα στο μαγαζί τα συρμάτινα καλάθια με τα γυάλινα
μπουκάλια το γάλα με το αλουμινένιο καπάκι για να τα βάλει στο χαμηλό ψυγείο
βιτρίνα.
Κι άλλο ρολό λίγο
παραπάνω στο μπακάλικο «Εδώδιμα αποικιακά» με τα πέντε εξη σκαλοπάτια για να
ανέβεις στην πόρτα του. Δύσκολα για τους ηλικιωμένους. Που ν ανεβαίνεις τα
σκαλιά τώρα. Τον φώναζαν το μπακάλη και τους κατέβαζε δυο φρατζόλες ψωμί μαζί
με μια γωνιά που βάζανε για να καλύψουνε το ελλιποβαρές της φρατζόλας.
Κι άλλο ρολό
έσκουξε λίγο παρακάτω Το άλλο μπακάλικο. Ισόγειο αυτό «Εκλεκτά τρόφιμα». Με το
χοντρό βοηθό, Κυριάκο τον λέγανε θυμάμαι. πόσα χρόνια δούλευε εκεί ούτε
που ήξερε κανένας. Ούτε κι ο ίδιος. Δούλευε το πρωί στο μαγαζί. Και το
βράδυ στην υπόγεια την ταβέρνα κάτω απ το μαγαζί 20 σκαλιά, μες σε
καπνούς χωρίς βρισιές όμως, έψηνε παϊδάκια και μπριζόλες και μπακαλιάρο
σκορδαλιά, εκλεκτό μεζέ, κι έκοβε σαλάτες αγγουροντομάτα μη θαρρείς κάτι άλλο
και φέτα με λαδορίγανη και ψωμί ψημένο στη σχάρα. Και για κανένα πελάτη που γούσταρε
του άνοιγε και μια κονσέρβα σαρδέλα, ή σκουμπρί ή έφερνε και καμια αντζούγια
στο λευκό πιατάκι. Και έβγαζε απ το βαρέλι ρετσίνα μοσχοβολιστή παραγωγή
δική του, με μούστο φερμένο απ τα Μεσόγεια, κάπου ανάμεσα Λιόπεσι και
Κορωπί. Κάπου κάπου κατέβαινε κάποιος λαχειοπώλης. Ή κάποιος άλλος που τον
θυμάμαι αμυδρά, με μια δερμάτινη τσάντα σα σχολική, γεμάτη με χαλβαδόπιτες και
φυστίκια Αιγίνης σε ένα σακουλάκι ζελατινένιο. Όλο και κάποιος μου
έπαιρνε όταν ήμουνα μαζί τους και δεν έμενα σπίτι για ύπνο με τη γιαγιά.
Ο δρόμος λάσπωσε
για τα καλά. Κάποιες μαύρες γαλότσες, πλατσούριζαν στη λάσπη. Κι ύστερα κι
άλλες γαλότσες και παπούτσια κι ομπρέλες μεγάλες μάυρες αντρικές κι από κάτω
μανάδες να κρατάνε απ το ενα χέρι σφιχτά το μικρό χεράκι κι απ την άλλη
τη σχολική τσάντα. Τέσσερα πέντε τετράγωνα παρακάτω το Δημοτικόν Σχολείον με
την τσιμεντένια γλιστερή αυλή τις μαραζωμένες νερατζιές το υποτιθέμενο σκάμμα
για τα άλματα, τα μαρμάρινα γουβιασμένα σκαλοπάτια που ανέβαιναν στην
αίθουσα. Τον κοντόχοντρο διευθυντή με τα μυωπικά γυαλιά και το ριγέ κοστούμι να
ακούει με προσοχή και σε στάση προσοχής την πρωϊνή προσευχή. Οι μανάδες έφευγαν
σιγά σιγά και τα μικρά έμπαιναν στις αίθουσες. Στα μεγάλα ξύλινα θρανία τρείς
τρεις.. κι οι δύο τσάντες από κάτω στο ραφάκι. Η τρίτη στο πάτωμα…. Δεν χώραγε
αλλού.
……………..Ο
καταμελάχροινος τύπος με τις ψάθες στην πλάτη απίθωσε το εμπόρευμα του κάτω απ
το μπαλκόνι το χαμηλό. Έκατσε κατάχαμα. Ύστερα πήρε ένα μικρό χαμηλό σκαμνάκι.
Πήρε την παλιά ψάθινη καρέκλα, την περιεργάστηκε, έκοψε με μια πένσα το σύρμα
ανάμεσα στα πόδια της Πήρε κάτι καρφιά ένα σφυρί, τη συμμάζεψε την ισορρόπησε
να στέκεται καλά στα τέσσερα πόδια της, ξεχώρισε απ το σωρό την ψάθα μια μεγάλη
λεπτή και μακριά κι άρχισε να πλέκει το κάθισμα. σφυρίζοντας και
σιγοτραγουδώντας. Κι όλο έσφιγγε και τράβαγε κι έσφιγγε και τράβαγε………………..
Στην απέναντι
πλευρά το καφενεδάκι του κυρ Μανωλάκη άνοιξε. Ψάθινες καρέκλες και σιδερένια
τραπεζάκι στην αυλή και το πεζοδρόμιο και μέσα μαρμάρινα τραπεζάκι κι ένα
πάγκος με μπουκάλια, ένας μαρμάρινος κάποτε άσπρος νεροχύτης και μια χόβολη με
άμμο για τον καφέ. Μύριζε ανάκατα καφέ και ούζο και μια δόση από κονιάκ χύμα
Και καπνός από άφιλτρο. Στον τοίχο διαφήμιση ημερολόγιο Μπύρα FIX. Με την
άσπρη καλοπλυμένη ποδιά του o κυρ Μανωλάκης περίμενε πελάτες για καφέ. Ίσως
κανένα τάβλι να παίξουν. Καμιά πρέφα, πικέτο ξερή, κολτσίνα. Είχε και
υποβρύχιο Για τις Κυριακές που ο παπούς πήγαινε βόλτα τον εγγονό με το μικρό
ποδηλατάκι με τις βοηθητικές. Γύρω γύρω στην υποτυπώδη αυλή και στο πεζοδρόμιο.
Μια γλυψιά βανίλα και πάλι βόλτα και πάλι γλυψιά και πάλι βόλτα έτσι σε μια
αέναη γλυκια επανάληψη. Κάπου κάπου άνοιγε την πίσω πόρτα του μαγαζιού έμπαινε
απ την πόρτα της κουζίνας, έριχνε μια ματια στην κατσαρόλα με το βραστό και
πάλι στο καφενείο.
Ανοιγόκλεισα τα
ρουθούνια μου κι ανέσυρα π τη μνήμη μου μυρωδιές. Πιπέρι,
μελιτζάνες,κρεμμυδάκι τσιγαρισμένο, σκόρδο κάτι από κανέλα, ωμό κρέας, ή μήπως
ήταν κιμας, γάλα. Κάτι σε παπουτσάκια ορέχτηκα. Η φιγούρα με τον άσπρο κότσο
πηγαινοερχόταν στην ανοιχτή πόρτα της κουζίνας. Ακατάπαυστα. Η συνταγή άρχισε
να μυρίζει οι οσμές γέμισαν το χώρο. Ηδονικές ανάσες ικανές να με κάνουν να
χορτάσω…………
………………………..Η άσπρη,
ο Θεός να την κάνει άσπρη, ποδιά πρόβαλε τυλιγμένη γύρω απ την προτεταμένη
κοιλιά του μεσήλικα καφετζή . Τα χοντροκομμένα δάχτυλα πήραν το ανοιχτήρι απ
την τσέπη της ποδιάς εκει χαμηλά στο ύψος του υπογάστριου και άνοιξαν με μια
δεξιοτεχνική κίνηση το μπουκάλι της πορτοκαλάδας. Ο χαρακτηριστικός ήχος του
ανθρακικού ξεχύθηκε καθώς το κιτρινωπό υγρό χυνόταν στο κοντόχοντρο ποτήρι με
το εξόγκωμα γύρω γύρω λίγο πάνω απ τη μέση.
Η κίνηση
επαναλήφθηκε και για τη γκαζόζα. Πάνω στο μάρμαρο του μεταλλικού τραπεζιού
είχαν ήδη ακουμπήσει το ποτήρι με το υποβρύχιο και το περγαμόντο στο μικρό
μεταλλικό πιατάκι του γλυκού του κουταλιού. Παραδίπλα το χοντρό φλυτζάνι με τον
παπαγάλο ζωγραφισμένο ή τυπωμένο πάνω του, άχνιζε και η μυρωδιά του βαρύ γλυκού
σου γέμιζε ηδονικά τα ρουθούνια.
Στο διπλανό
τραπέζι τρεις ηλικιωμένοι έπαιζαν πρέφα. Δίπλα τους κάτι μικρά βοηθητικά
τραπεζάκια με φορμάικα και αλουμινένια τελειώματα φιλοξενούσαν το κίτρινο
σταχτοδοχείο και το μισοάδειο φλυτζάνι του καφέ.
Πάνω στο
τραπέζι με την πράσινη τσόχα ένα μπλοκάκι κιτρινισμένο κι ένα μισοφαγωμένο στο
πίσω μέρος στυλό μπικ.
Ο πάγκος
ψυγείο με το πάλαι ποτέ άσπρο μάρμαρο χιλιοβασανισμένο απ το καθάρισμα με το
σύρμα και το πανίσχυρο ΒΙΜ και δίπλα χαμηλότερα ένα εμφανής νεροχύτης με μια
περίεργη ψηλή βρύση νερού. Τα άδεια καφάσια με τα μπουκάλια αναψυκτικών
περίμεναν στοιβαγμένα σε μια γωνία να έρθει η νέα παρτίδα με τα γεμάτα.
Παλίρροια, Παρθενών, Ηβη Αμαρουσίου. Μαρμάρινα ράφια στον τοίχο της κουζίνας κι
επάνω τους παμπάλαια μικρά μουκαλάκια κονιάκ, πίπερμαν, ή κουμ κουάτ. Πιο ψηλά
ένας πρασινοχακί ανεμιστήρας με κολλημένη απάνω του γλίτσα ετών, απεγνωσμένα
προσπαθούσε να βγάλει απ το μαγαζί την κάπνα απ τα άφιλτρα τσιγάρα και τις
μυρωδιές απ το ούζο και τα μεζεδάκια του.
Ο μικρός
του μαγαζιού, πραγματικά μικρός, κουβαλούσε το δίσκο με τα μικρά πιατάκια
γεμάτα με ψωμάκια με τυρί, λίγο σαγανάκι, λίγη κοπανιστή, καμιά ελιά
καλαμών, ντοματούλα, ίσως και λίγο αγγουράκι και λίγη κάπαρη. Και
τα ποτήρια σωλήνες και το μπουκάλι ούζο με το μεταλλικό στόμιο σφηνωμένο στο
άνοιγμα του. Γέμιζε τα ποτήρια δυο δάχτυλα. Κι ύστερα άφηνε το γυάλινο κανάτι
με το παγωμένο νερό. Αν είχε έβαζε και μερικά παγάκια. ?σπριζε το ουζάκι μόλις
ερχόταν σε επαφή με το νερό και γινόταν γαλακτερό. Κι έβγαζε μια μυρωδιά, μα
μια μυρωδιά πραγματικά μεθυστική.
Τσούγκριζαν
τα ποτήρια, Αντε γειά μας. Μια γουλιά και μια μπουκιά μεζέ. Εκτός κι αν υπήρχε παιδί
στο μαγαζί που έτρωγε το μεζέ κι άφηνε στον πατέρα ξεροσφύρι το ούζο.
Έξω απ το
καφενείο με την πλάτη ακουμπισμένη στην κολώνα του τρόλει καθισμένος σε ένα
χειροποίητο σκαμνάκι με ένα μικρό λεπτό τοσοδούλι μαξιλαράκι και μπροστά το
κασελάκι με τα μπουκαλάκια γεμάτα με τα βερνίκια των παπουτσιών, τα χαρτόνια απ
τα πακέτα των τσιγάρων, για τα πλάγια των παπουτσιών, -Να μη λερωθούν οι
κάλτσες αφεντικό, το βουρτσάκι για το άπλωμα του βερνικιού, τις βούρτσες και το
κόκκινο βελούδο για το γυάλισμα. Α ναι είχε και ένα κουτάκι μεταλλικό, Johnson Camel δεν θυμάμαι με ένα άσπρο υλικό σα λίπος που άπλωνε στο
βαμμένο παπούτσι για παραπάνω γυαλάδα, Νομίζω το λέγανε τζιλά, αν και κάποιοι
το λέγανε ευρωπαϊκό.
Χαρακτηριστικό. Μόλις τέλειωνε το ένα παπούτσι
σου χτύπαγε από κάτω τη σόλα με τη βούρτσα ένδειξη ότι τελείωσε για να
ανεβάσεις και το άλλο πόδι στην βάση. Κι αυτό συνεχιζόταν και για το γυάλισμα
και για το τζιλά.αρακάτω το περίπτερο. Το κανονικό περίπτερο όχι το μίνι μάρκετ που λέγεται περίπτερο. Στο πίσω μέρος το πορτάκι για να μπαινοβγαίνει ο περιπτεράς. Είχε βγει και ανέκδοτο σχετικό. Τι είναι αυτό που μπαίνει με το κεφάλι και βγαίνει με τον κώλο; Ο περιπτεράς. Και το κλασσικό ερώτημα που στο διάολο κατουράνε οι περιπτεράδες. Κατακίτρινο με σπάγκους δεμένους γύρω γύρω για να κρεμιούνται τα περιοδικά χαμηλά κάτω απ τη μέση κι οι εφημερίδες ψηλά πάνω απ το κεφάλι σου, κάτω απ την τέντα που διαφήμιζε Αλγκον Χρωπεί. Και στο πλάι πινακίδα μάυρη χαραγμένη «Τηλεφωνον δια το κοινόν» και δίπλα χαρτόνι κι επάνω του γραμμένο με το χέρι «Όχι από μηδέν», μη τυχόν και έπαιρνε κανένας υπεραστικό, με συσκευές ή μαύρες με μεταλλικό δίσκο ή κάτι γκρίζες που το ακουστικό έμπαινε κάθετα πάνω απ το δίσκο. Έκανες το τηλέφωνο και πλήρωνες μια δραχμή. Το τηλέφωνον δια το κοινόν ήταν πράγματι δια το κοινόν αφού ο περιπτεράς φώναζε και την Σούλα στο απέναντι υπόγειο ή τη Λίτσα απ το κομμωτήριο όταν την έπαιρνε τηλέφωνο ο Λάκης ο ναύτης που είχε έξοδο. Βέβαια υπήρχαν και τηλεφωνικοί θάλαμοι του ΟΤΕ κάτι μπλέ με γκρι πόρτες που ζύγιζαν ένα τόνο. Και με μια λάμπα σκέτη κολοφωτιά. Με συσκευή πρασινοκιτρινοχακί με κάθετα το δίσκο και τον κερματοδέκτη που έπαιρνε χαραγμένα κέρματα που αγόραζες απ το περίπτερο. Αλλά δεν τα πολυχρησιμοποιούσε ο κόσμος αφού τα περισσότερα είχαν μετατραπεί σε δημόσια ουρητήρια. Ούτε να πλησιάσεις απ τη μπόχα. Αργότερα, πολύ αργότερα έγιναν γυάλινοι οι θάλαμοι κι άναβε αυτόματα το φώς. Νέον μάλιστα. Είχαν και τηλεφωνικό κατάλογο μέσα, που μονίμως όμως του έλειπαν σελίδες.
………………Λίγο
πιο κάτω στη γωνία μια ταβέρνα. Ανέβαινες δύο σκαλιά κι έμπαινες από
μια πανύψηλη τετράφυλλη πόρτα. Μωσαϊκό με πριονίδι στο πάτωμα και στο
βάθος ένα ικρίωμα κυριολεκτικά με ξύλινα βαρέλια. Η μυρωδιά του μούστου
που έβραζε, έκανε χαρμάνι με τις μυρωδιές απ το μαύρο κατάμαυρο τηγάνι
που τηγάνιζε μπακαλιάρο, τη σκορδαλιά, τα λουκάνικα, τους κεφτέδες. Τα
τραπέζια, κουτσά τα περισσότερα με τα καρώ τραπεζομάντηλα, τις ψάθινες
καρέκλες κι απάνω μικρά κρασοπότηρα κι ένα μεταλικό ροζ καλαθάκι για το
ψωμί και τις χαρτοπετσέτες. Απαραίτητα κι μια αλατοπιπεριέρα. Δεξιά το
αλάτι, αριστερά το πιπέρι και στο κέντρο όρθιες οι οδοντογλυφίδες. Αν
δεν είχε χωριστή γυάλινη οδοντογλυφιδοθήκη σκαλισμένη λίγο στα πλάγια
για να εφαρμόζει το δάχτυλο και να μπορείς να την πιάσεις. Κάτω απ τα
βαρέλια κοκκινοπορτοκαλί καρτούτσα και μισόκιλα για το κρασί κρεμασμένα
σε μεγάλα καρφιά. Οι μερακλήδες του είδους έφερναν ψωμί ψημένο στα
κάρβουνα κι οι πιο μερακλήδες έβαζαν και λίγο λάδι από πάνω. Και ρίγανη.
Φέτα μόνο από τυριά, αργότερα και λίγο κεφαλίσιο και στα πολύ κυριλάτα
και ροκφόρ αλλά σε μικρές ποσότητες και ίσα για γεύση. Μπριζόλες
χοιρινές μοσχαρίσιες, παϊδάκια, κεφτεδάκια κι αν η κυρά μαγείρευε ίσως
κανένα λαχανοντολμά ή καμιά χειροποίητη τυρόπιτα. Μαρούλι, ή λάχανο,
αγγουροντομάτα για σσαλάτα. Και στο τέλος μήλο αν ζήταγες. Κάποιο
ζήταγαν κανέλλα λεμόνι και λίγη ζάχαρη από πάνω και κάποιοι άλλοι
δάγκωναν το μήλο και έριχναν το υπόλοιπο στο ποτήρι με το κρασί. Η σόδα
απαραίτητη και για το κρασί και για χώνεμα. Οι μικροί αν ήταν μαζί
έπιναν πορτοκαλάδα. Χωρίς ανθρακικό. Μπλέ. Πολύ αργότερα κάποιοι έφερναν
και γιαούρτι με λίγο μέλι. Απ το χωριό έλεγαν. Ή απ το μπακάλικο παρα
δίπλα. Ποιος έδινε σημασία. Ήταν ιδιαίτερη γεύση ειδικά στην ταβέρνα.
Θυμάμαι εκείνο το τραγούδι μες στην υπόγεια την ταβέρνα μες στους
καπνούς και τις βρισιές. Μπορεί να μην ήταν υπόγεια και να μην είχε
βρισιές αλλά είχε πάντα καπνό. Πολύ καπνό. Τα αλουμινένια τασάκια
μάλλον διακοσμητικά ήταν αφού οι περισσότεροι πέταγαν τα τσιγάρα στο
μεγάλο τασάκι. Το πάτωμα. Και τα έσβηναν η με τη σόλα ή το τακούνι όπως
βολευόταν ο καθένας. Ο ταβερνιάρης κλασσικός τύπος. Ποτέ δεν κατάλαβα
γιατί έχω συνδυάσει τους ταβερνιάρηδες με χοντρούς με κόκκινα μάγουλα
και πελώριες κοιλιές. Φαντάζομαι πως επηρεαζόμουν απ τις γελοιογραφίες
του Αρχέλαου για το Κόμμα των Βαρελοφρόνων στα περιοδικά. Ο λογαριασμός
στο μπλοκάκι με το συρμάτινο σπιράλ πάντα με το χέρι. Μια γραμμή και η
σούμα. Μόνο νούμερα. Ακέραια. Ποτέ δεκαδικά. Και ποτέ δεν ήξερες τι
πλήρωνες για κάθε τι που έτρωγες. Αν τυχόν υπήρχε διπλότυπο μπλοκάκι τις
πιο πολλές φορές ο λογαριασμός σου γραφότανε στο χέρι στο ροζ ή πράσινο
ή κίτρινο χαρτάκι, Δίπλα στη μουτζούρα που ίσως έγραφε μπριζόλα, ή
σαλάτα ή φέτα έγραφε κι ένα νούμερο. Απ αυτό ίσως καταλάβαινες τι ήταν
αυτό που έγραφε.
Κι
όταν τελείωνε το φαγητό, έξω απ την ταβέρνα συζητήσεις μέχρι να
χωρίζαμε κι ο καθένας να τραβήξει για το σπίτι του. Λες και μέσα δεν τα
λέγαμε τόσες ώρες. Το απ έξω δεν το κατάλαβα ποτέ. Ειδικά άμα έκανε
κρύο.
Το
γαλατάδικο, γιατί ήταν γαλατάδικο ήταν αυτό που λέμε αφαιρετικό.
Μίνμαλ. Ένα ψυγείο βιτρίνα με σειρά τα άχρωμα κεσεδάκια γιαούρτια ή
πήλινους κεσέδες με κιλά και δίκιλα γιαούρτια πάνω στα συρμάτινα ράφια.
Παραδίπλα τα γάλατα σε μπουκάλια, αν και κάποιες φορές είχε και χύμα σε
καρδάρες για τους πολύ εξειδικευμένους πελάτες.
Το
γάλα που μου ζέσταινε η μάνα μου όταν ήμουνα παιδί έπιανε πέτσα.Τη
σιχαινόμουνα. Αν και λάτρευα την πέτσα του γιουρτιού. Περίεργα γούστα.
Σε πολύ καλές εποχές πάνω στο μάρμαρο του ψυγείου, έβλεπες και
μουσταλευριές. Λίγο αργότερα μπήκαν και παγωτά κι αργότερα και μερικά
προϊόντα του χωριού, χυλοπίτες, τραχανάς, και ντενεκεδάκια μέλι.
Θυμαρίσιο κυρίως. Κι αυτό απ το χωριό. Ακόμα δεν είχε έρθει το
τυποποιημένο Αττική. Το γαλατάδικο μετεξελίχθηκε αργότερα σε ΕΒΓΑ.
Όλα
τα γαλατάδικα τα λέγαμε ΕΒΓΑ κι ας ήταν ΑΣΤΥ. Στην ΕΒΓΑ της γειτονιάς
λέγαμε. Πήγαινες κι ας ήσουν και 7 χρονών. Δίπλα σε κάθε σπίτι ήταν και
μια ΕΒΓΑ Που και τι να φοβηθείς. Ανοιχτές πόρτες και παράθυρα σ όλα τα
σπίτια. Χειμώνα καλοκαίρι. Ήξερες το γείτονα με το μικρό του όνομα,
ήξερες τα μυστικά του, τη στεναχώρια του. Πόναγες με τον πόνο του
λυπόσουν με τη λύπη του. Κι είχες μια αγκαλιά ανοιχτή.
Λίγα
ήταν τα τομάρια οι παλιάνθρωποι. Παλιάνθρωπος. Ξεχασμένη λέξη. Τώρα
τους λέμε αλλιώς. Τότε ο παλιάνθρωπος ήταν παλιάνθρωπος.. Κακότροπος.
Μυστήριος, βλοσυρός, αγέλαστος. Μια καλημέρα κι αυτή με το ζόρι σούλεγε.
Τον ήξερες. Κι ήταν αντικειμενικός ο χαρακτηρισμός. Όλοι τον έλεγαν
παλιάνθρωπο. Δεν είχε καμμία συμπάθεια. Ούτε ένας δεν τον συμπαθούσε. Κι
όμως καλημέρα του λέγανε Όλοι.......
Οι
παπλωματάδες, οι καρεκλάδες οι γανωτζήδες οι ακονιστές κι οι
τσαγκάρηδες είχαν πολλή δουλειά. Στην κεντρική λεωφόρο ένα πλήθος από
λούστρους με καλογυαλισμένα κασελάκια που λαμποκοπούσαν περιίμεναν
πελάτη. Και σε κάποια γωνιά σε μια καμαρούλα 2Χ2 ήταν το βασίλειο του
τσαγκάρη με εκείνο το περίεργο καλαπόδι που έβαζε ανάποδα το παπούτσι
και το κόλλαγε και το κάρφωνε με εκείνες τις μαύρες πρόκες με το πλατύ
κεφάλι και διάχυτη η μυρουδιά της βενζινόκολλας
Στο
κομμωτήριο της γειτονιάς οι κυρίες ψηνόντουσαν με τις ώρες κάτω απ τις
κάσκες σεσουάρ με τα μαλλιά πασαλειμένα πλίξ τυλιγμένα σε ρόλλει κι όλα
μαζί σκεπασμένα με δίχτυ και τα αυτιά σκεπασμένα με κοκκάλινα καπάκια. Η
μανικιουρίστα καθάριζε τα πετσάκια και έβαφε τα νύχια με κατακόκκινο
μανό που μύριζε ασετόν από δέκα μέτρα μακριά.
Ο καφές στα καφενεία ήταν μόνο Ελληνικός, τούρκικος τότε. Δεν υπήρχε νες ούτε φραπέ ούτε καπουτσίνο ούτε εσπρέσσο ούτε κάν φίλτρου γαλλικός. Μόνο σε κανένα ζαχαροπλαστείο εύρισκες γαλλικό και βέβαια τον πλήρωνες πανάκριβα. Οι πρώτες καφετιέρες ήταν κάτι γυάλινες κανάτες γεμάτες νερό πάνω στη φωτιά,με ένα ειδικό μεταλλικό φίλτρο που ο ατμός που υγροποιόταν έπεφτε πάνω στον καφέ τον έριχνε στο νερό και ο κύκλος συνεχιζόταν μέχρις εξαντλήσεως του περιεχομένου.
Ο καφές στα καφενεία ήταν μόνο Ελληνικός, τούρκικος τότε. Δεν υπήρχε νες ούτε φραπέ ούτε καπουτσίνο ούτε εσπρέσσο ούτε κάν φίλτρου γαλλικός. Μόνο σε κανένα ζαχαροπλαστείο εύρισκες γαλλικό και βέβαια τον πλήρωνες πανάκριβα. Οι πρώτες καφετιέρες ήταν κάτι γυάλινες κανάτες γεμάτες νερό πάνω στη φωτιά,με ένα ειδικό μεταλλικό φίλτρο που ο ατμός που υγροποιόταν έπεφτε πάνω στον καφέ τον έριχνε στο νερό και ο κύκλος συνεχιζόταν μέχρις εξαντλήσεως του περιεχομένου.
Σαββατόβραδο
στα μικράτα μας σινεμαδάκι την σπουδαία περίοδο του Ελληνικού
κινηματογράφου και το βράδυ ταβερνάκι με μπριζολίτσα παιδάκια και μια
γουλιά μπύρα που μας έδινε κρυφά η μάνα μας γιατί «το παιδί δεν πρέπει
να πίνει».
Και αργότερα πιο μεγάλοι πια σινεμά και καφετέρια στον Πύργο των Αθηνών ,το Loubier, το Blue Bell, του Φλόκα, το Βυζάντιο, του Βρυλώνια με τις φοβερές μακαρονάδες. Τη Σόνια…
Με πόση χαρά ακολουθούσαμε Κυριακή πρωϊ τον πατέρα στο καφενείο και απολαμβάναμε επί ώρες μια κουταλιά βανίλια, το γνωστο υποβρύχιο μεσα σε ένα ποτήρι παγωμένο νερό, ή τρώγαμε το μεζέ του ούζου και του αφήναμε το ούζο ξεροσφύρι. Κι ύστερα με το ποδήλατο πάνω κάτω στο πεζοδρόμιο κι εκείνος να μας ρίχνει κλεφτές ματιές κάθε που σήκωνε το κεφάλι του απ το τραπέζι με την πρέφα ή το τάβλι. Και το μεσημέρι της Κυριακής μετά το οικογενειακό γεύμα πόση πίκρα όταν έφευγε για το γήπεδο χωρίς εμάς γιατί ήταν μεγάλο παιγνίδι και με πόση λαχτάρα περιμέναμε να ακούσουμε την περιγραφή απ το ραδιόφωνο. Γεωργίου, Φώσκολος, Λογοθέτης κι αργότερα απ την τηλεόραση Διακογιάννης Φουντουκίδης Κατσαρός.
Η γλυκύτερη αναμονή το καλοκαίρι ήταν ο παγωτατζής με το καρότσι με τις σιδερένιες ρόδες που το σπρωχνε στο χωματόδρομο. Παπασπύρου ΑΣΤΥ ΕΒΓΑ. Μια δραχμή η κρέμα, μιάμιση το κακάο, δύο η σοκολάτα.
Τα καλοκαίρια μπάνιο με το πούλμαν ή πάνω στις καρότσες των αγροτικών ή με φορτηγά ή άντε με προϊστορικά λεωφορεία που ζεμάταγαν σαν την κόλαση στις κοντινές παραλίες, Καβούρι Βουλιαγμένη, Βάρκιζα άντε και στη Λουμπάρδα ή απ την άλλη μεριά Ραφήνα Νέα Μάκρη Κόκκινο λιμανάκι. Γελάγαμε με κάτι χοντρές γριές που κάνανε μπανιο με τις κομπιναιζόν, Πέφταμε κάτω και χτυπιόμασταν όταν βλέπαμε κάποιους με το ένα χέρι να κρατάνε τυλιγμένη την πετσέτα γύρω τους και με το άλλο να προσπαθούν να βγάλουν το μαγιό και ναι βάλουν εσώρουχο και παντελόνι. Σιχαινόμασταν τα κεφτεδάκια ή τα ντολμαδάκια στην αμμουδιά. Και το νερό που πίναμε ήταν πάντα χλιαρό.
Με πόση χαρά ακολουθούσαμε Κυριακή πρωϊ τον πατέρα στο καφενείο και απολαμβάναμε επί ώρες μια κουταλιά βανίλια, το γνωστο υποβρύχιο μεσα σε ένα ποτήρι παγωμένο νερό, ή τρώγαμε το μεζέ του ούζου και του αφήναμε το ούζο ξεροσφύρι. Κι ύστερα με το ποδήλατο πάνω κάτω στο πεζοδρόμιο κι εκείνος να μας ρίχνει κλεφτές ματιές κάθε που σήκωνε το κεφάλι του απ το τραπέζι με την πρέφα ή το τάβλι. Και το μεσημέρι της Κυριακής μετά το οικογενειακό γεύμα πόση πίκρα όταν έφευγε για το γήπεδο χωρίς εμάς γιατί ήταν μεγάλο παιγνίδι και με πόση λαχτάρα περιμέναμε να ακούσουμε την περιγραφή απ το ραδιόφωνο. Γεωργίου, Φώσκολος, Λογοθέτης κι αργότερα απ την τηλεόραση Διακογιάννης Φουντουκίδης Κατσαρός.
Η γλυκύτερη αναμονή το καλοκαίρι ήταν ο παγωτατζής με το καρότσι με τις σιδερένιες ρόδες που το σπρωχνε στο χωματόδρομο. Παπασπύρου ΑΣΤΥ ΕΒΓΑ. Μια δραχμή η κρέμα, μιάμιση το κακάο, δύο η σοκολάτα.
Τα καλοκαίρια μπάνιο με το πούλμαν ή πάνω στις καρότσες των αγροτικών ή με φορτηγά ή άντε με προϊστορικά λεωφορεία που ζεμάταγαν σαν την κόλαση στις κοντινές παραλίες, Καβούρι Βουλιαγμένη, Βάρκιζα άντε και στη Λουμπάρδα ή απ την άλλη μεριά Ραφήνα Νέα Μάκρη Κόκκινο λιμανάκι. Γελάγαμε με κάτι χοντρές γριές που κάνανε μπανιο με τις κομπιναιζόν, Πέφταμε κάτω και χτυπιόμασταν όταν βλέπαμε κάποιους με το ένα χέρι να κρατάνε τυλιγμένη την πετσέτα γύρω τους και με το άλλο να προσπαθούν να βγάλουν το μαγιό και ναι βάλουν εσώρουχο και παντελόνι. Σιχαινόμασταν τα κεφτεδάκια ή τα ντολμαδάκια στην αμμουδιά. Και το νερό που πίναμε ήταν πάντα χλιαρό.
Και φρούτα, θεούλη μου τι φρούτα ήταν αυτά!
Θυμάμαι ακόμα τον πατέρα μου να κουβαλάει κάτι δωδεκάκιλα Αμερικάνικα ριγέ καρπούζια και γιαρμάδες που σε κάθε δαγκωνιά τα ζουμιά έτρεχαν στο πηγούνι και το λαιμό. Και πεπόνια που μοσχομύριζαν. Και κεράσια μέλι. Και σταφύλια ολόγλυκα.
Θυμάμαι ακόμα τον πατέρα μου να κουβαλάει κάτι δωδεκάκιλα Αμερικάνικα ριγέ καρπούζια και γιαρμάδες που σε κάθε δαγκωνιά τα ζουμιά έτρεχαν στο πηγούνι και το λαιμό. Και πεπόνια που μοσχομύριζαν. Και κεράσια μέλι. Και σταφύλια ολόγλυκα.
Ψωμί, τυρί φέτα και καρπούζι για φαγητό. Η υπέρτατη γεύση.
Πίναμε
νερό απ το λάστιχο του κήπου (τι εμφιαλωμένα και πράσινα άλογα),
τρώγαμε λουκουμάδες με ζάχαρη, κουλούρι και τριγωνάκι κεφαλοτύρι απ τον
πλανόδιο κουλουρά έξω απ την εκκλησία, αμφίβολης καθαριότητας τυρόπιτες
και σάμαλι ( Δεν έχω ξαναδοκιμάσει από τότε τέτοια νοστιμιά), κοκ και
κορνέ με σαντιγύ, και πάστες νουγκατίνες σοκολατίνες και σεράνο απ τις
ΕΒΓΑ της γειτονιάς. Γευόμασταν βούτυρα και μαρμελάδες σπιτικές και
σπιτικά γλυκά κουταλιού συκαλάκι, περγαμόντο, βύσσινο και πορτοκάλι,
νερατζάκι, και φαγητά που δεν τα φτιάχνουν τώρα γιατί είναι κουραστικά.
Ροστ μπήφ, μελιτζάνες παπουτσάκια, ιμάμ, παστίτσια, μουσακάδες. Τρώγαμε
τόνους κεφτέδες με πατάτες τηγανιτές αλλά ποτέ δεν είμασταν υπέρβαροι
γιατί γυρνάγαμε όλη μέρα στους δρόμους και τις αλάνες παίζοντας.
Μοιραζόμασταν με τους φίλους μας μια πορτοκαλάδα ή γκαζόζα απ το ίδιο μπουκάλι και ποτέ κανένας μας δεν έπαθε τίποτε. Δεν πολυαρωσταίναμε , αλλά αν τύχαινε να αρρωστήσουμε πάντα υπήρχε μια καλή μάνα ή γιαγιά να μας δώσει λίγο φιδέ και να μας ρίξει βεντούζες να μας δώσει μια κουταλιά Νορισοντρίν, Ιπεσαντρίν ή ασπιρίνη διαλυμένη στο κουταλάκι μαζί με ζάχαρη, ή να μας κάνει μια ένεση με γυάλινη σύριγγα που τη βράζανε στο κατσαρολάκι, και πιο ύστερα να μας διαβάσει κανένα παραμυθάκι για να αποκοιμηθούμε. Και κάτι θερμόμετρα γυάλινα του πεντάλεπτου……… και στα πόδια του κρεβατιού να γουργουρίζει η γάτα η παρδαλή και να αναδεύεται και να παίζει με την άκρη της κουβέρτας.
Μοιραζόμασταν με τους φίλους μας μια πορτοκαλάδα ή γκαζόζα απ το ίδιο μπουκάλι και ποτέ κανένας μας δεν έπαθε τίποτε. Δεν πολυαρωσταίναμε , αλλά αν τύχαινε να αρρωστήσουμε πάντα υπήρχε μια καλή μάνα ή γιαγιά να μας δώσει λίγο φιδέ και να μας ρίξει βεντούζες να μας δώσει μια κουταλιά Νορισοντρίν, Ιπεσαντρίν ή ασπιρίνη διαλυμένη στο κουταλάκι μαζί με ζάχαρη, ή να μας κάνει μια ένεση με γυάλινη σύριγγα που τη βράζανε στο κατσαρολάκι, και πιο ύστερα να μας διαβάσει κανένα παραμυθάκι για να αποκοιμηθούμε. Και κάτι θερμόμετρα γυάλινα του πεντάλεπτου……… και στα πόδια του κρεβατιού να γουργουρίζει η γάτα η παρδαλή και να αναδεύεται και να παίζει με την άκρη της κουβέρτας.
Οταν κάναμε ποδήλατο (eska ή velamos)
δεν φορούσαμε κράνος και στην πίσω ρόδα βάζαμε πάντα χαρτόνι από
πακέττο τσιγάρα πιασμένο με ξύλινο μανταλάκι έτσι για να κάνει θόρυβο
και να μας θυμίζει μηχανάκι
Περνάγαμε
ώρες έξω απ το σπίτι φτιάχνοντας πατίνια με ρουλεμάν και σανίδια και
κατεβαίναμε τις κατηφόρες τις γειτονιάς απλά για να διαπιστώσουμε ότι
είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένο. Κι όταν σηκωνόμασταν μέσα απ τους
θάμνους που καταλήγαμε, μαθαίναμε πώς να διορθώνουμε το πρόβλημα των
φρένων. Για να μη ξαναπληγώσουμε τα γόνατα μας και να μην αποκτήσουμε
ευμεγέθη καρούμπαλα στο κέντρο του μετώπου μας Κι αν τα αποκτούσαμε τα
πατάγαμε με εκείνα τα μεγάλα τάλληρα για να μη φουσκώσουν.
Είχαμε φίλους. Βγαίναμε στο δρόμο και τους βρίσκαμε. Παίζαμε μπάλα και κυνηγητό στους δρόμους. Τα δοκάρια στα αυτοσχέδια γήπεδα ήταν ή οι σχολικές τσάντες ή τα πουλόβερ κι οι ζακέττες μας κουβαριασμένες και για καλάθια του μπάσκετ είχαμε τα περβάζια των παραθύρων. Πόσες φορές δεν σπάγαμε και κανένα τζάμι και εξαφανιζόμασταν όλοι μαζί αφήνοντας τη μπάλα στα χέρια κάποιου συνταξιούχου που την έσκιζε με το σουγιά και την πέταγε στο δρόμο. Ο παλιόγερος !
Σκάβαμε λακουβάκια για να παίξουμε γκαζές, ακόμα και κουτσό μαζί με τα κορίτσια, χαρτάκια ή απ αυτά που αγοράζαμε απ τα περίπτερα ή με τα χαρτόνια απ τα πακέτα τα τσιγάρα.
Πηγαίναμε στα σπίτια των φίλων μας και χτυπούσαμε την πόρτα, ή το πιο συνηθισμένο μπαίναμε χωρίς να ρωτήσουμε. Πέφταμε από δέντρα, κοβόμασταν, πληγώναμε τα γόνατα μας και σπάγαμε και κανένα χέρι και οι γονείς μας μάς κατσάδιαζαν κι αυτό ήταν. Λίγο βάμμα στην πληγή κι όξω απ την πόρτα. Τσακωνόμασταν και παίζαμε μπουνιές και μαυρίζαμε και μελανιάζαμε και πάλι φιλιώναμε. Παίζαμε ξιφομαχίες με αυτοσχέδια ξύλινα σπαθιά. Τα ακόντια μας ήταν τα κοντάρια απ τις σκούπες ειδικά από εκείνες που τύλιγαν με μια μαξιλαροθήκη και ξαράχνιαζαν τα ταβάνια. Οι ασπίδες μας ήταν τα καπάκια απ τις μεγάλες κατσαρόλες .
Τρώγαμε ακόμα και σκουλήκια και λάσπες απ τον κήπο. Θυμάστε τη γεύση της λάσπης; Ούτε μάτια βγάλαμε, ούτε τα σκουλήκια έζησαν για πολύ το στομάχι μας.
Είχαμε φίλους. Βγαίναμε στο δρόμο και τους βρίσκαμε. Παίζαμε μπάλα και κυνηγητό στους δρόμους. Τα δοκάρια στα αυτοσχέδια γήπεδα ήταν ή οι σχολικές τσάντες ή τα πουλόβερ κι οι ζακέττες μας κουβαριασμένες και για καλάθια του μπάσκετ είχαμε τα περβάζια των παραθύρων. Πόσες φορές δεν σπάγαμε και κανένα τζάμι και εξαφανιζόμασταν όλοι μαζί αφήνοντας τη μπάλα στα χέρια κάποιου συνταξιούχου που την έσκιζε με το σουγιά και την πέταγε στο δρόμο. Ο παλιόγερος !
Σκάβαμε λακουβάκια για να παίξουμε γκαζές, ακόμα και κουτσό μαζί με τα κορίτσια, χαρτάκια ή απ αυτά που αγοράζαμε απ τα περίπτερα ή με τα χαρτόνια απ τα πακέτα τα τσιγάρα.
Πηγαίναμε στα σπίτια των φίλων μας και χτυπούσαμε την πόρτα, ή το πιο συνηθισμένο μπαίναμε χωρίς να ρωτήσουμε. Πέφταμε από δέντρα, κοβόμασταν, πληγώναμε τα γόνατα μας και σπάγαμε και κανένα χέρι και οι γονείς μας μάς κατσάδιαζαν κι αυτό ήταν. Λίγο βάμμα στην πληγή κι όξω απ την πόρτα. Τσακωνόμασταν και παίζαμε μπουνιές και μαυρίζαμε και μελανιάζαμε και πάλι φιλιώναμε. Παίζαμε ξιφομαχίες με αυτοσχέδια ξύλινα σπαθιά. Τα ακόντια μας ήταν τα κοντάρια απ τις σκούπες ειδικά από εκείνες που τύλιγαν με μια μαξιλαροθήκη και ξαράχνιαζαν τα ταβάνια. Οι ασπίδες μας ήταν τα καπάκια απ τις μεγάλες κατσαρόλες .
Τρώγαμε ακόμα και σκουλήκια και λάσπες απ τον κήπο. Θυμάστε τη γεύση της λάσπης; Ούτε μάτια βγάλαμε, ούτε τα σκουλήκια έζησαν για πολύ το στομάχι μας.
Κι όταν η γιαγιά πότιζε τον κήπο τι πλάκα να της πατάς το λάστιχο του ποτίσματος και να της κόβεις το νερό κι εκείνη να φωνάζει.
Κι ο πανικός ακόμα μεγαλύτερος όταν πιάναμε το φλίτ με το εντομοκτόνο για να παίξουμε ανίδεοι για το δηλητήριο που περιείχε.
Στους ποδοσφαιρικούς μας αγώνες την ομάδα την έφτιαχναν μερικοί, οι υπόλοιποι μάθαιναν να ζουν χωρίς αρχηγιλίκι.
Κι ο πανικός ακόμα μεγαλύτερος όταν πιάναμε το φλίτ με το εντομοκτόνο για να παίξουμε ανίδεοι για το δηλητήριο που περιείχε.
Στους ποδοσφαιρικούς μας αγώνες την ομάδα την έφτιαχναν μερικοί, οι υπόλοιποι μάθαιναν να ζουν χωρίς αρχηγιλίκι.
Φεύγαμε
απ το σπίτι το πρωί και παίζαμε όλη μέρα ελεύθεροι αρκεί να γυρίζαμε
πίσω μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει, ή όταν η μάνα μας έβαζε τις φωνές απ
το μπαλκόνι να τσακιστούμε να ανεβούμε για διάβασμα. Δεν είχαμε
βιντεοπαιχνίδια ούτε καν τηλεόραση, ούτε κινητά ούτε υπολογιστές ή internet άντε κανένα ραδιόρφωνο με λυχνίες. Το καλύτερο δώρο ήταν ένα μικρό τρανζιστοράκι με εννιάβολτη Bereck για να ακούμε Εθνικό, ή Ενόπλων.
Πηγαίναμε σχολείο και τα Σάββατα. Τρείς μέρες πρωι, τρείς μέρες απόγευμα. Τετάρτη απόγευμα Πέμπτη πρωί και την πρώτη ώρα Μαθηματικά. Πόσες φορές δεν αισθανθήκαμε το χέρι κάποιου καθηγητή να μας σηκώνει απ τη φαβορίτα ή να μας τραβάει τα αυτιά, η να μας ρίχνει μια σβουριχτή σφαλιάρα. Κι η βίτσα, συνήθως από μουριά να μας πληγώνει την παλάμη. Οι πράξεις μας ήταν δικές μας και οι συνέπειες θα βάρυναν εμάς.
Ποιος δε θυμάται τις καζούρες ιδιαίτερα στους Θεολόγους, τις Αγγλικούδες και τους Τεχνικούς. Τα παρατσούκλια που τους βγάζαμε τα παλιόπαιδα. Ο γιαουρτάς, ο καρκίνος ο θέκλας η θρούμπος ο φισφιρίκος. Την αγωνία μόλις έμπαινε ο μαθηματικός κι άνοιγε τον κατάλογο. -Για να σηκωθεί σήμερα ο ………. Και μέχρι να πεί τον μελλοθάνατο, κόμπος το στομάχι.
Θυμάστε στα διαγωνίσματα την απεγνωσμένη προσπάθεια να αντιγράψουμε με το βιβλίο στα γόνατα, ή τα σκονάκια κρυμμένα στα μανίκια, ή τα κορίτσια που τάγραφαν με στυλό BIC ή SCHNEIDER πάνω στα μπούτια τους και τα κάλυπταν με τις μπλέ ποδιές τους. Μπλέ κοριτσίστικες ποδιές, άσπρο γιακαδάκι και άσπρη μπλέ κορδέλλα στα μαλλιά. Ποδιές που εξαφανιζόντουσαν στο λεωφορείο και χωνόντουσαν μες στις τσάντες και τα’ αγόρια που περίμεναν στο τέρμα του λεωφορείου.
Ποιος δε θυμάται τις ημερήσιες εκδρομές στον Κάλαμο, τον Αη Γιάννη το Ρώσσο, το Ναύπλιο, τον Οσιο Λουκά, τους Δελφούς για να δούμε τον Ηνίοχο τον σκανδαλιάρη που σε κοίταγε πονηρά όπου κι αν στεκόσουνα ,με κάτι απίστευτα πούλμαν.
Και τους ποδοσφαιρικούς αγώνες των τριών ωρών και βάλε στα άδεια οικόπεδα που τώρα έχουν γίνει μεζονέτες και στούντιο.
Κάποιοι μαθητές όχι τόσο έξυπνοι ή επιμελείς έχαναν την τάξη και ξαναπήγαιναν στην ίδια. Θυμηθείτε πόσους διετείς είχατε στην τάξη σας στο γυμνάσιο. Ήταν εύκολα αναγνωρίσιμοι απ τα γένια και τη χοντρή φωνή. Ο πρώτος μας έρωτας ήταν συνήθως αδελφή ή εξαδέλφη του καλύτερου φίλου μας. Θυμόσαστε το χτυποκάρδι αλήθεια; Την αγωνία μη μας πάρουν χαμπάρι. Το πρώτο φιλί. Τα ξαναμμένα μάγουλα ,το χνούδι πάνω απ το χείλος μας. Θυμάστε τα πάρτυ γενεθλίων με 15 αγόρια και δύο κορίτσια, (Ποιος να αφήσει την κόρη του να πάει) με πορτοκαλάδα ή ΤΑΜ ΤΑΜ, πατατάκια τσιπς και σπιτικό κέϊκ κι αργότερα βερμουτάκι και ξηρούς καρπούς.
Τις άπειρες φορές που χορεύαμε το ίδιο μπλούζ σε συνενόηση με τον υπεύθυνο του πικάπ, έτσι για να μένουμε πιο πολλή ώρα αγκαλιασμένοι με το κορίτσι των ονείρων μας. Την απίστευτη φράση ΤΑ ΦΤΙΑΞΑΜΕ. Τι φτιάξαμε ο Θεός κι η ψυχή μας.
Πηγαίναμε σχολείο και τα Σάββατα. Τρείς μέρες πρωι, τρείς μέρες απόγευμα. Τετάρτη απόγευμα Πέμπτη πρωί και την πρώτη ώρα Μαθηματικά. Πόσες φορές δεν αισθανθήκαμε το χέρι κάποιου καθηγητή να μας σηκώνει απ τη φαβορίτα ή να μας τραβάει τα αυτιά, η να μας ρίχνει μια σβουριχτή σφαλιάρα. Κι η βίτσα, συνήθως από μουριά να μας πληγώνει την παλάμη. Οι πράξεις μας ήταν δικές μας και οι συνέπειες θα βάρυναν εμάς.
Ποιος δε θυμάται τις καζούρες ιδιαίτερα στους Θεολόγους, τις Αγγλικούδες και τους Τεχνικούς. Τα παρατσούκλια που τους βγάζαμε τα παλιόπαιδα. Ο γιαουρτάς, ο καρκίνος ο θέκλας η θρούμπος ο φισφιρίκος. Την αγωνία μόλις έμπαινε ο μαθηματικός κι άνοιγε τον κατάλογο. -Για να σηκωθεί σήμερα ο ………. Και μέχρι να πεί τον μελλοθάνατο, κόμπος το στομάχι.
Θυμάστε στα διαγωνίσματα την απεγνωσμένη προσπάθεια να αντιγράψουμε με το βιβλίο στα γόνατα, ή τα σκονάκια κρυμμένα στα μανίκια, ή τα κορίτσια που τάγραφαν με στυλό BIC ή SCHNEIDER πάνω στα μπούτια τους και τα κάλυπταν με τις μπλέ ποδιές τους. Μπλέ κοριτσίστικες ποδιές, άσπρο γιακαδάκι και άσπρη μπλέ κορδέλλα στα μαλλιά. Ποδιές που εξαφανιζόντουσαν στο λεωφορείο και χωνόντουσαν μες στις τσάντες και τα’ αγόρια που περίμεναν στο τέρμα του λεωφορείου.
Ποιος δε θυμάται τις ημερήσιες εκδρομές στον Κάλαμο, τον Αη Γιάννη το Ρώσσο, το Ναύπλιο, τον Οσιο Λουκά, τους Δελφούς για να δούμε τον Ηνίοχο τον σκανδαλιάρη που σε κοίταγε πονηρά όπου κι αν στεκόσουνα ,με κάτι απίστευτα πούλμαν.
Και τους ποδοσφαιρικούς αγώνες των τριών ωρών και βάλε στα άδεια οικόπεδα που τώρα έχουν γίνει μεζονέτες και στούντιο.
Κάποιοι μαθητές όχι τόσο έξυπνοι ή επιμελείς έχαναν την τάξη και ξαναπήγαιναν στην ίδια. Θυμηθείτε πόσους διετείς είχατε στην τάξη σας στο γυμνάσιο. Ήταν εύκολα αναγνωρίσιμοι απ τα γένια και τη χοντρή φωνή. Ο πρώτος μας έρωτας ήταν συνήθως αδελφή ή εξαδέλφη του καλύτερου φίλου μας. Θυμόσαστε το χτυποκάρδι αλήθεια; Την αγωνία μη μας πάρουν χαμπάρι. Το πρώτο φιλί. Τα ξαναμμένα μάγουλα ,το χνούδι πάνω απ το χείλος μας. Θυμάστε τα πάρτυ γενεθλίων με 15 αγόρια και δύο κορίτσια, (Ποιος να αφήσει την κόρη του να πάει) με πορτοκαλάδα ή ΤΑΜ ΤΑΜ, πατατάκια τσιπς και σπιτικό κέϊκ κι αργότερα βερμουτάκι και ξηρούς καρπούς.
Τις άπειρες φορές που χορεύαμε το ίδιο μπλούζ σε συνενόηση με τον υπεύθυνο του πικάπ, έτσι για να μένουμε πιο πολλή ώρα αγκαλιασμένοι με το κορίτσι των ονείρων μας. Την απίστευτη φράση ΤΑ ΦΤΙΑΞΑΜΕ. Τι φτιάξαμε ο Θεός κι η ψυχή μας.
Πηγαίναμε
στο γήπεδο τρείς ώρες πριν το μάτς και γυρίζαμε παπί απ τη βροχή και
παγωμένοι μέχρι το μεδούλι τυλιγμένοι με μουσκεμένες σημαίες και χωμένοι
σε πλαστικές σακούλες Κι με τις κάλτσες να τρέχουν.
συνεχίζεται.......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου