Η γιαγιούλα

………..Καλώς
το γιαβρί μου, καλώς το τζιγιέρι μου. Η γλυκιά φωνή της γιαγιάς ,
γιαγιούλα την έλεγα, με καλοσώρισε την ώρα που γύριζα απ το σχολείο.
Στεκόταν δίπλα στην σιδερένια εξώπορτα κοντά στο πηγάδι, με το βλέμμα
ανήσυχο να σαρώνει το χωματόδρομο της Πανορμου για να με δεί να έρχομαι
απ τη γωνία.
Με την μπλέ ποδιά και το λευκό γιακαδάκι, σημάδια μιας
άλλης εποχής, με το κοντό παντελόνι και τα μελανιασμένα απ το κρύο και
τις κλωτσιές καλάμια να τρέμουν στο τσουχτερό κρύο.
Καλώς το γιαβρί
μου, το τζιγιέρι μου, λέξεις ξένες, μα τόσο οικείες, λέξεις που
ακούγοντας τις τώρα, σου φέρνουν στην ψυχή τρυφερά συναισθήματα και
πίκρα συνάμα.
Ένα γλυκό φιλί στο μέτωπο εκεί στην άκρη των μαλλιών
,μια ζεστή αγκαλιά, την τσάντα μου στα χέρια της κι ύστερα τρέχοντας
για την άλλη αγκαλιά την αγκαλιά της μάνας.
Ζεστό φαϊ στο τραπέζι,
σπιτικό, νόστιμο, με μαστοριά φτιαγμένο απ τα χέρια της γιαγιάς, απ τη
χαμένη πατρίδα, την Πόλη, την πιο όμορφη στο ντουνιά.
Φαγητό με όλη την οικογένεια μαζεμένη.
Στη γωνιά του δωματίου μια παλιά μεταλλική κυλινδρική σόμπα, έκαιγε
μέσα της μαύρα γυαλιστερά κάρβουνα, κοκ τα λέγανε. Και στο κάτω μέρος
της μια σχάρα μέσα από ένα πορτάκι σαν στόμα κόκκινο με μεγάλα δόντια
φεγγοβόλαγε Εκανε κέφι ο πατέρας μου να κάθεται δίπλα της και βάζοντας
μια μασιά μέσα σε εκείνο το κόκκινο στόμα να την αφήνει να πυρώνει κι
ύστερα να μου λέει κοίτα, και να την ακουμπάει στο τσιγάρο του για να το
ανάψει. Τρελλαινόμουνα να το βλέπω. Ασε με να το κάνω κι εγώ τούλεγα.
Και μ’ άφηνε.
Το παλιό ραδιόφωνο έπαιζε διάφορα και κάπου κάπου μια
πρωτόγονη διαφήμιση για ψυγεία και ειδήσεις στην καθαρεύουσα «Ανεκοινώθη
αρμοδίως ότι από της πρωϊας σήμερον ...............
Το φαί τέλειωσε, ο πατέρας μου πήγε να ξαπλώσει λίγο.
Τα πιάτα μαζεύτηκαν και πλύθηκαν, ξαναμπήκε το σεμαίν πάνω στο τραπέζι
κι απο πάνω το βάζο με τα λουλούδια τα κομμένα απ το μπαξέ.
Ώρα για
διάβασμα. Να τελειώνω νωρίς για να κατέβω να παίξω στην αυλή, αν ο
καιρος το επετρεπε. Εϊχα μισοέτοιμο το αυτοκίνητο μου εκείνο με τα
καφάσια και τη ρόδα απ το παλιό καρότσι της λαικής για τιμόνι. Κι έπρεπε
να βάλω πεντάλια, γκάζι φρένο αμπραγιάζ.
Στο τραπέζι απλώθηκαν τα
τετράδια ντυμένα με μπλέ κόλλα και την ετικέτα «Τετράδιον Ορθογραφίας
του μαθητού ........... Σχολικόν έτος.........» και τα βιβλία. Που
γραφείο τότε.
Τα μολύβια έπιασαν δουλειά.
Όχι και με πολλη διάθεση για να λέμε την αλήθεια .
Κι η γιαγια εκεί παραδίπλα πάνω στη ντιβανοκασέλα,. Μιντέρια είχαμε
στην πόλη έλεγε. Να παρακολουθεί πάνω απ τα πρεσβυωπικά γυαλιά της το
σγουρό κεφάλι το σκυμμένο πάνω στα τετράδια.
Κάτσε πιο όρθιος θα καμπουριάσεις πέταγε κάθε τόσο.
Στα χέρια της βελονάκια. Κάτι έφτιαχνε με το κουβαράκι την άσπρη
κλωστή, κάποιο κέντημα για το τραπεζάκι ίσως. Και ένας μουσικός
ψίθυρος, σαν αμανεδάκι μούφερνε, να βγαίνει απ τα μισόκλειστα χείλη της.
Κάπου παραμέσα στ άλλο δωματιο είχε στηθεί το σίδερο για να σιδερωθούν τα ασπρόρουχα, τα πουκάμισα, τα κεντήματα .
Μοσχομύριζε σαπούνι και λεβάντα .
Έτριξε το κρεββάτι και απ την αίσθηση του χαδιού στα μαλλιά μου
κατάλαβα πως ο πατέρας μου είχε σηκωθεί για να πάει ξανά στη δουλειά.
Ούτε οχτάωρο ούτε πενθήμερο.Κάθε μέρα πρωϊ απόγευμα και τα Σάββατα.
Μια γουλιά ελληνικό καφέ, τούρκικο τον λέγανε τότε, λίγο κρύο νερό ένα
τσιγάρο άφιλτρο , το παλτό στην πλάτη και ......θα τα πούμε το βράδυ.
Απόγευμα μιας χειμωνιατικης μέρας με κρύο και μουντό καιρό........................................
Η κίνηση απελπιστική, βήμα σημειωτόν στην Μεσογείων, την Κηφισίας, την
Βουλιαγμένης, την Αμαλίας, την παραλιακή, κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια.
Το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου μουρμούριζε τις τελευταίες ειδήσεις.
Εκρήξεις, σεισμοί, λιμοί, νεκροί ,τραυματίες, επεισόδια, μετρα
περικοπες. Άλλαξα σταθμό. Σουξεδάκια της εποχής από καλλιτέχνες μιας
χρήσης. Διαφημίσεις για κινητά και ακίνητα και αυτοκίνητα και άλλα πολλά
και διάφορα. Και προβληματισμένοι ή μήπως προβληματικοί ακροατές να
βγαίνουν στα μικρόφωνα και να βγάζουν σώψυχα, συμπλέγματα ,πάθη.
Επιβεβαίωνα την άποψη μου. Διάλογος δεν υπάρχει. Μόνο μονόλογοι ,
ειρωνία, χλεύη, ύβρεις.
Ο καιρός μουντός και συνεφιασμένος. Οι
οδηγοί των διπλανών αυτοκινήτων βαρείς κι αμίλητοι οι μισοί,
φουρκισμένοι κι ανήσυχοι οι άλλοι μισοί. Βλέμματα στο άπειρο, άνθρωποι
βυθισμένοι σε σκέψεις. Οι στάσεις πήχτρα στον κόσμο που άρχισε να
ανοίγει τις ομπρέλλες του. Πέντε λεωφορεία το ένα πίσω απ το άλλο είχαν
κλεισει το λεωφορειόδρομο. Αντε να στρίψεις.
Είίχε αρχίσει να βρέχει για τα καλά Γλίτσα παντού. Άνθρωποι βιαστικοί, αγέλαστοι.
Έφτασα επιτέλους.Μετά βίας βρήκα να παρκάρω στη γωνία δίπλα στον κάδο. Έκανα και το σταυρό μου. Πάλι καλά.
Ξεκλείδωσα την πόρτα. Ησυχία. Θα κοιμούνται σκέφτηκα. Άφησα την τσάντα
σε μια άκρη. Απ το βάθος του διαδρόμου κάτω απ τη χαραμάδα της πόρτας
έβγαινε φως.
Διαβάζω μπαμπά άκουσα μια φωνή
Μπράβο κούκλα μου της αντιγύρισα.
Έβγαλα το σακάκι μου και κατευθύνθηκα προς την κρεββατοκάμαρα. Άδεια. Δεν έχει γυρίσει ακόμη σκέφτηκα.
Τη σκέψη μου τάραξε η φωνή της κόρης μου.
-Η μαμά είπε πως θ’ αργήσει. Είπε να φάς.
Το σαλόνι βουβό και μάλλον κρύο. Μισόκλειστα τα σκούρα. Αναρρίγησα. Μάλλον απ την ιδέα του κρύου.
Στην κουζίνα δίπλα στο φούρνο μικροκυμάτων περίμενε το φαί σκεπασμένο.
Στο τραπέζι φάκελλοι με λογαριασμούς, ασφαλιστήρια, διαφημιστικά, και παραδίπλα το καλάθι με τα ασιδέρωτα .
Δεν είχα όρεξη ούτε να φάω. Έτσι μια μπουκιά ψωμί μονάχα.
Κάθησα στον καναπέ . Άνοιξα την τηλεόραση. Κάποια απ αυτές τις
κουτσομπολίστικες εκπομπές, ένα σήριαλ σε επανάληψη , ειδήσεις για
κωφούς,διαφημίσεις, , εκπομπές δήθεν. Την έκλεισα .Και μαζί τα μάτια
μου. Σκέψεις γέμισαν το μυαλό μου.
Αποκαμωμένος, αποκοιμήθηκα με το
κεφάλι στο μπράτσο του καναπέ ένα χειμωνιατικο απόγευμα με κρύο και
μουντό καιρό πεν΄ηντα χρόνια μετά. Κι ονειρεύτηκα την αυλή με τον κήπο,
το πηγάδι, την πέτρινη μάντρα......
-Καλώς το γιαβρί μου καλώς το τζιγέρι μου................
Αχ βρε Αλέκο....αχ !!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή